Έχω τις λέξεις, έχω και τις σκέψεις.
Νίτσε
Στη λίστα με την ιεράρχηση των ενστικτωδών αναγκών του ανθρώπου ξεχωρίζει η ανάγκη για νοηματοδότηση. Στην πραγματικότητα, η ανάγκη για νοηματοδότηση είναι τόσο κρίσιμη που καθορίζει με αποφασιστικό τρόπο και τις πιθανότητες επιβίωσής μας! Πώς συμβαίνει αυτό; Είναι απλό: σκεφτείτε έναν αρκετά μακρινό (τουτέστιν: αρκετών χιλιετηρίδων) πρόγονό μας στις πεδιάδες της Αφρικής: αν αποτύχει να νοηματοδοτήσει ορθώς τους τραχείς ήχους –υπό το καταρρακτώδες στάξιμο σάλιων– του αιλουροειδούς απέναντί του, δε θα επιβιώσει ώστε να φτάσουμε εμείς σε αυτό το ασφαλές και άνετο ψηφιακό περιβάλλον και να συζητάμε το θέμα. Η απόδοση νοήματος, συνεπώς, έχει εξελικτικά νοηματοδοθεί με το πιο υψηλό νόημα!
Όμως, προϋποθετική αρχή τούτης της διαδικασίας αποτελεί η αντίληψή μας. Αν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε, δεν μπορούμε να νοηματοδοτήσουμε, καθώς, αν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε, «δε βγάζουμε νόημα»! Μοιάζει σχεδόν κωμικά καθοδηγητικό το γεγονός ότι η ίδια μας η γλώσσα, διαγράφοντας ελικοειδείς διαδρομές, μαρτυρά κάποιες αλήθειες, που, ενώ μοιάζουν ξεχωριστές, είναι τωόντι αξεδιάλυτες. Η αντίληψή μας, λοιπόν, είναι το αφετηριακό σημείο από το οποίο εκκινούν οι απόπειρές μας να βγάλουμε νόημα.
Αυτό που αντιλαμβανόμαστε το προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας και το διυλίζουμε με τη νοημοσύνη μας∙ η αντίληψη, δηλαδή, φαίνεται πως αποτελεί μια διαδικασία με δύο διακριτά στάδια δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες αυτές διαμεσολαβούνται από τον εγκέφαλό μας και οργανώνονται στη συνείδησή μας με λέξεις. Ιδού, λοιπόν, το ζήτημα πρώτης σημασίας: οι λέξεις. Χωρίς λέξεις αδυνατούμε να βάλουμε μια στοιχειώδη τάξη στο πλήθος των εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμάτων που μας βομβαρδίζουν ανηλεώς-αδιαλείπτως. Άρα, οι λέξεις είναι, θα έλεγε κανείς, το «αποκούμπι» μας στην αγωνιώδη μας προσπάθεια να σταθούμε στον κόσμο.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό, είναι πάντοτε καίριο να «έχουμε τις λέξεις», γιατί, όπως (αυτό)αποκαλυπτικά γράφει και ο Νίτσε, «έχω τις λέξεις, έχω και τις σκέψεις». Αυτή είναι, ουσιαστικά, η αξία των λέξεων: προπαρασκευάζουν τις σκέψεις, τις προετοιμάζουν για να ξεδιπλωθούν – όμως, στο τέλος, τις δημιουργούν.
Οι σκέψεις μας συνυφαίνονται με τις ερμηνείες που παράγουμε, ώστε να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Και οι ερμηνείες μας συνιστούν τις εξηγήσεις που δίνουμε στα πράγματα. Ωστόσο, αν υποτεθεί –παραμένοντας στο πνεύμα της νιτσεϊκής μας επήρειας– ότι δεν υπάρχουν πράγματα αλλά μόνο οι ερμηνείες που δίνουμε γι’ αυτά (καθώς, στον βαθμό που δεν μπορούμε ποτέ να δούμε ολόκληρη την εικόνα των πραγμάτων, είναι αδύνατο να καταστήσουμε κάτι αντικειμενικό στο μυαλό μας), τότε οι ερμηνείες μας συνιστούν τελικά την ίδια μας την αντίληψη – εφόσον καταδεικνύεται ότι αυτή δεν αποτελείται εν τέλει από δύο διαφορετικά στάδια, το πρώτο της «πρόσληψης πληροφοριών/δεδομένων (“πραγμάτων”)» και το δεύτερο της «ερμηνείας» τους, αφού το πρώτο στάδιο συνιστά εξαρχής και εξορισμού στάδιο ερμηνείας, και άρα είναι αξεχώριστο από το δεύτερο.
Αν, εντούτοις, η αντίληψή μας αφορά στις ερμηνείες που δίνουμε για τον κόσμο∙ και αν οι ερμηνείες που παράγουμε για τον κόσμο είναι σύμφυτες με τις σκέψεις μας: τότε, οι λέξεις –εφόσον προκαλούν τις σκέψεις– καθορίζουν την αντίληψή μας∙ οι λέξεις, δηλαδή, καθορίζουν το τι κατανοούμε για τον κόσμο και τον εαυτό μας.
Αν συμφωνήσουμε ότι το να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει στον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας είναι αρκετά σημαντικό∙ και αν συμφωνήσουμε ότι αυτού του είδους τις συνειδητοποιήσεις επιφέρουν οι λέξεις: τότε, νομίζω πως θα συμφωνήσουμε και στο ότι είναι εξίσου σημαντικό να διαθέτουμε ένα πλούσιο απόθεμα λέξεων. Από πού προμηθευόμαστε αυτό το απόθεμα λέξεων; Από ό,τι διαβάζουμε.