Στην ιστοριογραφία της επιστήμης και της τεχνολογίας καταγράφεται συχνά ένας καινοφανής μετασχηματισμός στην ανθρώπινη εμπειρία του χώρου και του χρόνου που άρχισε να λαμβάνει χώρα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ουσιαστικά, η προέλευση αυτής της πρωτόγνωρης διαδικασίας εκμηδένισης του χώρου και του χρόνου ανάγεται στις θεμελιώδεις αλλαγές που συμβαίνουν στις επικοινωνίες και τις μεταφορές, λόγω της τεχνολογικής προόδου που σηματοδοτεί η Βιομηχανική Επανάσταση στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
Η διάδοση του σιδηροδρόμου, του τηλεγράφου, του ατμοπλοίου κ.ά. νέων τεχνολογιών αναπροσανατόλισαν ριζικά τις γεωγραφικές και χρονικές σχέσεις, και συνεισέφεραν αδιαμφισβήτητα στην πρόκληση έντονων αισθημάτων ταυτοχρονισμού. Η «σμίκρυνση της γης» και η «εξάλειψη του χώρου και του χρόνου» είναι μόνο δύο –από τις πάμπολλες παρόμοιας υφής– χαρακτηριστικές φράσεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι της εποχής, για να περιγράψουν την ανανεωμένη εμπειρία τους του κόσμου – μια εμπειρία-απότοκο μιας προγενέστερης και σταθερής καπιταλιστικής διαδικασίας συμπίεσης χωροχρόνου.
Fast forward σχεδόν 150 χρόνια μετά, στον ύστερο καπιταλισμό πλέον, και στο ξέσπασμα της σαρωτικής διάδοσης του Ίντερνετ (πριν από 25 περίπου χρόνια) που επέφερε αντίστοιχα κατακλυσμιαίες πολιτισμικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Βεβαίως, από την ιστορική σκοπιά, η εν λόγω έκρηξη δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το οργασμικό στάδιο κορύφωσης ακριβώς αυτής της διαδικασίας συμπύκνωσης του χωροχρόνου που ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Όμως, η «εξάλειψη του χώρου και του χρόνου» φαίνεται πως προκάλεσε παράπλευρα και μια συγκεκριμένη «ηθική εξάλειψη»∙ πιο συγκεκριμένα, την από-ηθικοποίηση της κλεψιάς.
Η κλεψιά για την οποία γίνεται λόγος είναι εξαιρετικά οικεία.
Όλοι μας τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουμε «κατεβάσει» μια ταινία ή ένα τραγούδι. Και, στην πραγματικότητα, υπάρχει μια διαβάθμιση: υπάρχει, δηλαδή, κόσμος που θα κάνει το περιστασιακό του “download” στα αντίστοιχα πειρατικά λημέρια, όπως υπάρχει και (αρκετά περισσότερος) κόσμος που έχει γεμίσει ολόκληρους σκληρούς δίσκους με φιλμογραφίες και δισκογραφίες δεκαετιών.
Όσον αφορά τη μουσική (η βασική έγνοια μου όντας ένα τι μουσικός), τα πράγματα κύλησαν κάπως έτσι: στην αρχή, διατυπώθηκαν δικαιολογήσεις αυτής της πρακτικής επί τη βάσει μιας διαστρεβλωμένης αντίληψης περί εκδημοκρατισμού της τέχνης: «γιατί να μην μπορεί να έχει ο καθένας ελεύθερη πρόσβαση στην τέχνη; Άλλωστε, τα έργα τέχνης δεν ανήκουν μόνο σε αυτόν που τα δημιουργεί και σε αυτόν που τα αγοράζει αλλά σε όλη την ανθρωπότητα». – Έπειτα, έγινε η επίκληση του συναισθήματος έναντι των «κακών βιομηχανιών» που κατευθύνουν με αυταρχισμό τις τάσεις στη μουσική, και, επιπρόσθετα, απομυζούν, στην πραγματικότητα, οικονομικά τους ίδιους τους καλλιτέχνες για να μεγιστοποιούν τα δικά τους κέρδη: «Με την ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις καινούργιες κυκλοφορίες, πολλοί νέοι μουσικοί έχουν την ευκαιρία να ανακαλυφθούν – ευκαιρία που δεν υπήρχε στο πρότερο καθεστώς όπου οι δισκογραφικές εταιρείες αποφάσιζαν με το “έτσι θέλω” ποιον θα προβάλλουν, ποιος θα προωθηθεί και ποιος θα κάνει καριέρα. Άσε που οι πωλήσεις των CD εξυπηρετούσαν μόνο αυτές, αφού οι καλλιτέχνες παίρνουν ψίχουλα από κάθε (υπερκοστολογημένο) άλμπουμ που πουλάνε∙ ίσα-ίσα, καλά να πάθουν που τόσα χρόνια εκμεταλλεύονται τους μουσικούς». – Στο τέλος, τα προσχήματα δεν έμειναν όρθια για πολύ, κι αντιπαραβλήθηκε μια επουσιώδης κλεψιά σε ένα άτρωτο «σύστημα»: «ε, εντάξει μωρέ, λες κι αν κατεβάσω εγώ 1 τραγούδι από τους Metallica θα πεινάσουν! Έχουν τόσα εκατομμύρια!».
Όλες οι πρακτικές που ζουν πολύ μονώνονται βαθμηδόν με τόση περιβολή ηθικότητας, ώστε να γίνεται σχεδόν αδύνατο το ξεσκέπασμα της ανηθικότητάς τους.
Στον τερματισμό της συμπίεσης του χωροχρόνου, όπου κρατάμε κυριολεκτικά ολόκληρο τον κόσμο στην παλάμη του χεριού μας, τα όρια μεταξύ κατοχής και κλοπής γίνονται πολύ δυσδιάκριτα. Πιθανόν, λόγω αυτής της ανεπανάληπτης αίσθησης ταυτοχρονίας και πανταχού παρουσίας που μας προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, να αισθανόμαστε ότι υπερβαίνουμε και τη συμβατική ηθική – στον βαθμό που τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά προσιδιάζουν σε θεϊκή οντότητα που αυτεξούσια υπερβαίνει τις ηθικές συμβάσεις.