Πως ο κόσμος μου είναι ο κόσμος μου, αυτό φανερώνεται στο πώς τα όρια της γλώσσας (της γλώσσας που μόνο εγώ καταλαβαίνω) σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου.
Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν
Ο τρόπος για να καταλάβουμε οτιδήποτε είναι να το καταλάβουμε σε σχέση με ό,τι ξέρουμε ήδη. Ίσως για τον λόγο αυτό, υπερισχύουν οι συνήθεις εξηγήσεις: οι ενστικτωδώς ορμώμενες, χωρίς ιδιαίτερα ραφιναρισμένο φίλτρο εξηγήσεις που δίνουμε σε καθετί άγνωστο που χρήζει κατανόησης. Έτσι, τείνουμε να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μας προσεγγιστικά, δηλαδή ως δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ α)αυτού που λέμε (σημαίνον), β)αυτού που εννοούμε μέσω αυτού που λέμε (σημαινόμενο), και γ)αυτού που προσπαθούμε να συλλάβουμε. Πάνω σε αυτό το σχήμα οικοδομούνται οι ερμηνευτικές μας απόπειρες καθώς και σύνολη η επικοινωνία μας μέσω της γλώσσας.
Εντούτοις, στη λογική της γλωσσικής σημαντικής, η συνήθεια διολισθαίνει προς τη λησμονιά. Αυτό συμβαίνει διότι η συνήθεια αποτελεί ξεδίπλωμα μετασκευής του ενεργού δρώντα σε παθητικό διεκπεραιωτή. Πράγματι, εμπειρικά βεβαιώνουμε ότι η συνήθεια γεννάει τη ρουτίνα, η ρουτίνα υποσημαίνει τη μηχανική επανάληψη, η μηχανική επανάληψη υποδηλώνει την απεμπλοκή αυτόβουλης ενέργειας, και η απουσία αυτοθέλητης ενέργειας συνυφαίνεται με την απουσία αυτοπροαίρετου λόγου. Όταν καταλήγουμε να κάνουμε κάτι αυτόματα, σταδιακά λησμονούμε τον αρχικό λόγο για τον οποίο ξεκινήσαμε να το κάνουμε: όταν χάνεται ο λόγος, αναπότρεπτα (επ)έρχεται η λησμονιά.
Επιπρόσθετα, καθώς δεν εξυπηρετεί καθόλου τη ματαιοδοξία μας να αισθανόμαστε ανήμποροι διανοητικά μπρος στην αβεβαιότητα του αγνώστου, δείχνουμε την τάση να ξεχνάμε πως χρησιμοποιούμε τη γλώσσα απλά προσεγγιστικά. Φανταζόμαστε πολλές φορές ότι μπορούμε με τη γλώσσα και με το να δίνουμε ονομασίες στα πράγματα να καταλάβουμε ακόμα και αυτά που δεν είναι κατανοήσιμα, αυτά που είναι απερινόητα.
Αυτήν τη μεγαλομανία μας, την τάση μας να εθελοτυφλούμε ως προς τα όρια της κατανόησής μας σε συνάρτηση με τη γλώσσα, έχουν επισημάνει η φιλοσοφία, η επιστήμη, η τέχνη και η θεολογία – η καθεμιά με τον δικό της τρόπο. Η φιλοσοφία επισημαίνει την αφερεγγυότητα της γλώσσας, στον βαθμό που η τελευταία νοείται (και χρησιμοποιείται) ως ισοδύναμο της πραγματικότητας. Η επιστήμη το κάνει αμεσότερα, στον βαθμό που εγκολπώνεται το άγνωστο στην ίδια την ορολογία της: «σκοτεινή ενέργεια», «σκοτεινή ύλη», «ιδιομορφία του χωροχρόνου» κτλ. Η τέχνη εξορισμού υπερβαίνει τη γλώσσα, επικοινωνώντας με εικόνες, ήχους και στίχους συμβολισμούς και νοήματα μέσα και πέρα από τις λέξεις. Ενώ, τέλος, η προσέγγιση της θεολογίας ερείδεται στον λεγόμενο «αποφατισμό της γνώσης», στη θέση, δηλαδή, ότι μια αλήθεια δεν εξαντλείται στη διατύπωσή της (αλλά μάλλον στο εμπειρικό βίωμά της).
Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις που δεν μπορούμε να απαντήσουμε, γιατί δεν έχουμε την κατάλληλη γλώσσα για αυτές. «Τι υπήρχε πριν από το Big Bang;» – Αδύνατο, δεν έχουμε ακόμα κάποια λέξη που να σημαίνει χρονικά την προΰπαρξη του χρόνου: πώς σημαίνουμε τον χρόνο πριν τον χρόνο; «Πώς λειτουργεί η συνείδηση;» – Αδύνατο, δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για το τι ακριβώς είναι η συνείδηση – την αντιλαμβανόμαστε μονάχα ως το γεγονός της εμπειρίας. Από τη στιγμή, όμως, που δε γνωρίζουμε τι είναι ως όλον, τότε αναπόδραστα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και με ποιους μηχανισμούς εντυλίσσεται στο βίωμά μας, βλασταίνοντας τον νοητό κόσμο μας. «Γιατί υπάρχει κάτι και όχι τίποτα;» – Αδύνατο – εδώ δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο πώς σημαίνουμε το «τίποτα»! – Τα όρια του κόσμου μας είναι στ’ αλήθεια τα όρια της γλώσσας μας, γι’ αυτό και «για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει».