Η κληρονομιά της παράνοιας στο ποδόσφαιρο: 3 πρωτοπόροι (δηλαδή αρκετά τρελοί) τερματοφύλακες

Παντού σχεδόν, η τρέλα είναι εκείνη που ανοίγει τον δρόμο στην καινούργια σκέψη.

Νίτσε

Υπάρχουν κάποιες ενορμήσεις στο ποδόσφαιρο που παίρνουν σχήμα ήδη από την πρώτη επαφή μας με την μπάλα: η ενόρμηση για πάσα∙ η ενόρμηση για τρέξιμο με την μπάλα∙ η ενόρμηση για κεφαλιά∙ η ενόρμηση για κόλπα με την μπάλα∙ η ενόρμηση για σουτ∙ η ενόρμηση για απόκρουση ενός σουτ. Από όλες αυτές τις ενορμήσεις του παιχνιδιού, η πιο θεμελιώδης –ως η πιο αυθεντικά «παιχνιδιάρικη»– είναι η ενόρμηση για τρίπλα: η τρίπλα είναι η πεμπτουσία και η προϋπόθεση του παιχνιδιού, η υπαρξιακή του συνθήκη.

Οι ενορμήσεις ενός παίκτη, ως ασύνειδες, δε χάνονται αληθινά ποτέ. Η λαχτάρα για προσποίηση και προσπέραση∙ το ένστικτο για επιβολή και επίδειξη∙ η ροπή προς την υπερβολή: όλα αυτά διατηρούνται αναλλοίωτα στον ψυχισμό του ποδοσφαιριστή, όσο κι αν αλλοτριωθεί ο ίδιος από τη σταδιακή συμμόρφωσή του στις σύγχρονες τακτικές.

Αυτή η συμμόρφωση είναι, ουσιαστικά, μια έκφανση αυτού που ο Βίλχελμ Ράιχ αποκαλεί «άγχος ηδονής»: ο φόβος της ηδονικής διέγερσης που εκδηλώνεται στον σύγχρονο άνθρωπο εξαιτίας της αρνητικά φορτισμένης σεξουαλικής του ανατροφής. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην ανατροφή του σύγχρονου ποδοσφαιριστή: το «μοντέρνο ποδόσφαιρο» αναθρέφει αντισεξουαλικούς, ανέραστους παίκτες, παίκτες-μηχανές, παίκτες-ρομπότ που καταπίνουν χιλιόμετρα και εκτελούν με χειρουργική ακρίβεια κινήσεις προσχεδιασμένες στα πινακάκια των προπονητών τους. Το μοντέρνο ποδόσφαιρο, κατά συνέπεια, ερείδεται στην αναστολή του αυθορμητισμού, στην ανάσχεση της δημιουργικότητας, στον περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων, στην αυστηρή τήρηση ενός αδιαπραγμάτευτου πλάνου, στην αποθάρρυνση της καινοτομίας, στο ξερίζωμα της πρωτοβουλίας: ο μοντέρνος προπονητής γαλουχεί με αυταρχισμό τον μοντέρνο ποδοσφαιριστή, και, κλείνοντάς του το μάτι, του λέει «μπορείς να το κάνεις με τον δικό σου τρόπο, αν το κάνεις ακριβώς όπως θα σου το πω εγώ».

Μολαταύτα, όπως είπαμε και πριν, οι ενορμήσεις ενός παίκτη, ως ασυνείδητες ενδογενείς ωθήσεις του που αναπτύσσονται από την πρώτη στιγμή που αρχίζει και παίζει ποδόσφαιρο, δεν μπορούν να εξαλειφθούν ποτέ ολοκληρωτικά. Η πειθάρχηση ενός παίκτη στην τακτική μπορεί να τον «μεγαλώσει» ποδοσφαιρικά, ωστόσο ποτέ δε θα εξαφανίσει την ορμέμφυτη κλίση του προς το πηγαίο, πρωτογενές, ανεξερεύνητο, διασκεδαστικό κομμάτι του παιχνιδιού. Όση μαζοποίηση κι αν υφίστανται οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές, πάντα θα ρέπουν προς την απόλαυση του παιχνιδιού.

Αυτή η απόλαυση για τον θεατή, τον αληθινό φίλαθλο (ετυμολογικά, αυτόν που αγαπά το άθλημα δηλαδή) σπανίως βρίσκεται στην ικανοποίηση της νίκης. Όλοι όσοι παρακολουθούν ποδόσφαιρο από ανόθευτη αγάπη για το σπορ, κατά βάθος λαχταρούν να δουν μια εντυπωσιακή ατομική ενέργεια: ένα αρχοντικό κοντρόλ, ένα απίθανο σουτ, μια εμπνευσμένη πάσα, μια απροσδόκητη προσποίηση, μια μνημειώδη τρίπλα. Οι πραγματικοί ποδοσφαιρόφιλοι λαχταρούν να βιώσουν μια στιγμή ιδιοφυΐας, ένα κινηματογραφικό στιγμιότυπο που θα το καταγράψουν στο μυαλό τους και θα μπορούν να το αναπαράγουν όποτε θέλουν στο μέλλον. Αν, όμως, όπως λέει ο Αριστοτέλης, η ιδιοφυΐα είναι αξεδιάλυτη από την παράνοια, τότε αυτό που τελικά λαχταρούμε να βιώσουμε, όταν βλέπουμε ποδόσφαιρο, είναι μια στιγμή τρέλας.

Στον Φτωχούλη του Θεού, ο Καζαντζάκης γράφει ότι η τρέλα είναι το αλάτι που εμποδίζει τη φρονιμάδα να σαπίσει. Αν η φρονιμάδα στο ποδόσφαιρο είναι οι επιστημονικοί σχηματισμοί, το ανελέητο πρέσινγκ, η δικτατορία των αμυντικών χαφ και η ομογενοποίηση των ποδοσφαιριστών (η «κινεζοποίησή» τους δηλαδή), τότε η τρέλα που εμποδίζει το θέαμα να σαπίσει είναι η απερίσκεπτη ενέργεια, το αχρείαστο ρίσκο, η εξεζητημένη τρίπλα, η αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση.

Ενώ μπορούμε να μιλάμε με τις ώρες για «παρεκκλίνοντες» παίκτες στην ιστορία του αθλήματος, υπάρχει ένα ξεχωριστό γκρουπ ποδοσφαιριστών που ενσαρκώνει με τρομερή διαύγεια το αριστοτελικό δίπολο ιδιοφυΐας-παράνοιας. Αυτή η κατηγορία παικτών συνιστά τη μεγάλη σχολή των λατινοαμερικάνων τερματοφυλάκων∙ των τριπλαδόρων τερματοφυλάκων-σκόρερ, που πέρασαν στη σφαίρα του μύθου εξαιτίας των αλλοπρόσαλλων ενεργειών τους – και επ’ ουδενί χάρη στις ικανότητές τους ως τερματοφύλακες.

Το αγωνιστικό τους στυλ αποτελεί, στην ουσία, μια ποδοσφαιρική σχιζοφρένεια. Το παιχνίδι τους υποσημαίνει μια εκδήλωση αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων: το πάθος για ριψοκίνδυνες επελάσεις παντρεμένο με τη ροπή για αναχαίτιση επιθέσεων∙ η ψύχωση για παράτολμες εξόδους μπολιασμένη με τη μανία για δολοφονικά τάκλιν∙ το ένστικτο του σκόρερ και το ένστικτο του αμυντικού βιωμένα ταυτόχρονα και με την ίδια φλόγα.

Από τη λατινοαμερικάνικη κληρονομιά παράνοιας στο ποδόσφαιρο ξεχωρίζουν τρεις τερματοφύλακες – για τον βαθμό αγωνιστικής παραφροσύνης τους: ο Αργεντινός Χιούγκο Γκάτι, ο Μεξικανός Χόρχε Κάμπος και ο Κολομβιανός Ρενέ Χιγκίτα.

Χιούγκο Γκάτι – ο τερματισμός του cultόμετρου

Ο Γκάτι αγωνίστηκε για 26 χρόνια, από το 1962 μέχρι και το 1988 (αποσύρθηκε στα 44 του), στην Αργεντινή με αρκετή επιτυχία: κέρδισε τρία πρωταθλήματα Αργεντινής, δύο Κόπα Λιμπερταδόρες, ένα διηπειρωτικό με την αγαπημένη του Μπόκα Τζούνιορς κ.ά. Ακόμα και σήμερα παραμένει ιδιαίτερα λαοφιλής στην Αργεντινή. Οι συμπατριώτες του του έδωσαν το προσωνύμιο “El Loco” (“Ο τρελός”) εξαιτίας του εκκεντρικού του στυλ (με σήμα-κατατεθέν την κορδέλα στο κεφάλι) και του ιδιαίτερα ανορθόδοξου τρόπου παιχνιδιού του. Ο Γκάτι συνήθιζε να περιπαίζει τους αντίπαλους επιθετικούς, κάνοντας προσποιήσεις πετάγματος της μπάλας πάνω από τα κεφάλια τους. Σε έναν αγώνα για το πρωτάθλημα, η κάμερα τον συνέλαβε να έχει ξαπλώσει στο γήπεδο, ενώ η ομάδα του βρισκόταν στην επίθεση, ενώ σε άλλο ματς μπλόκαρε σουτ με τους αστραγάλους (!) του, κουνώντας επιδεικτικά τα χέρια του στον αέρα, περιγελώντας τους αντιπάλους του! Πολλές φορές έβγαινε από την περιοχή του, παίζοντας 1-2 με τους συμπαίκτες του, ενώ σε φάση άμυνας λειτουργούσε ως λίμπερο, παίζοντας αρκετά μακριά από την εστία του.

Χόρχε Κάμπος: Σχιζοφρενές παιχνίδι με μια χτυπητά κιτς εμφάνιση (σχεδίαζε ο ίδιος τις στολές του…)

Ο Χόρχε Κάμπος έχει χαραχτεί στις συνειδήσεις των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων για το ασυνήθιστα μικρό –για τερματοφύλακα– ύψος του (1.68), τις ακροβατικές αποκρούσεις του και τις πολύχρωμες στολές του, που πρόδιδαν κάτι από την αγωνιστική παραδοξότητά του. Χάρη στην αδιανόητη (για τη βασική του θέση) τεχνική του, είχε την άνεση να «κατεβάζει» την μπάλα, φτιάχνοντας το παιχνίδι της ομάδας του, ενώ αμυντικά είχε ρόλο «σκούπας» πίσω από τα στόπερ. Ουκ ολίγα γκολ ομάδων του προέκυψαν από κάποια γρήγορη αντεπίθεση που εκκίνησε ο ίδιος, έχοντας μαζέψει μια χαμένη μπάλα των αντιπάλων. Η ικανότητά του να παίζει με την ίδια ευκολία ως τερματοφύλακας και ως επιθετικός (ακόμα και στον ίδιο αγώνα!) δεν έχει ιστορικό προηγούμενο (όπως δεν έχει και ιστορικό επόμενο): είναι ο μόνος παίκτης που έπαιξε ποτέ σε τόσο υψηλό επίπεδο ως τερματοφύλακας (πολλές φορές με το νο. 9) και ως περιφερειακός φορ. Η παραγωγικότητα του εν λόγω τερματοφύλακα (μια φράση ήδη παράδοξη κι αντιφατική από μόνη της) αποκρυσταλλώνεται στους αριθμούς του, με τα 34 γκολ που πέτυχε στην καριέρα του στα πρωταθλήματα του Μεξικού και των Η.Π.Α.

Ρενέ Χιγκίτα – Η στιγμή αθανασίας: όταν πήρε και με τη βούλα την ταμπέλα του τρελού.

Εντούτοις, στο βασίλειο με τους παράφρονες του ποδόσφαιρου, αυτός που άξια στρογγυλοκάθεται στον θρόνο δεν είναι άλλος από τον Ρενέ Χιγκίτα. Ο Χιγκίτα κέρδισε επάξια το παρατσούκλι “El Loco” σε ένα ιστορικό ματς Κολομβίας-Καμερούν για το Μουντιάλ του 1990 στην Ιταλία: ενώ το παιχνίδι κρεμόταν από μια κλωστή στην παράταση (όπου η Κολομβία έχανε ήδη με 1-0), ο Χιγκίτα επιχείρησε να τριπλάρει έξω από την περιοχή της ομάδας του τον (αρχισκόρερ της διοργάνωσης) Ροζέ Μιλά: ο Καμερουνέζος επιθετικός τού έκλεψε την μπάλα, έκανε το 2-0 και, στην ουσία, κατασφάλισε τον αποκλεισμό της Κολομβίας από το τουρνουά!

Το μυθικό «χτύπημα του σκορπιού».

Όμως, αν αυτή η θρυλική αποτυχημένη τρίπλα εξασφάλισε στον Χιγκίτα τον χαρακτηρισμό “Ο τρελός”, το επονομαζόμενο «χτύπημα του σκορπιού» τού κατοχύρωσε για πάντα το στάτους του «μύθου»: τον Σεπτέμβριο του ’95, σε φιλικό Αγγλίας-Κολομβίας στο Γουέμπλεϊ, ο Χιγκίτα απέκρουσε μια σέντρα-σουτ του Τζέιμι Ρέντκναπ με τις φτέρνες (!!) του, εκτελώντας για πρώτη φορά το πιο διάσημο κόλπο στην ιστορία του ποδοσφαίρου. – Ο Χιγκίτα μπορεί να έμεινε στην ιστορία για τις τρέλες του στο Μουντιάλ του ’90 και το «χτύπημα του σκορπιού», ωστόσο, τακτικά, ήταν ένας πολυσήμαντος παίκτης: οι εξορμήσεις που έκανε δεκάδες μέτρα έξω από την εστία του εξασφάλιζαν, αφενός, τη μεγαλύτερη δυνατή πυκνότητα στην άμυνα, αφετέρου, τη συμμετοχή του στην οργάνωση του παιχνιδιού. Πράγματι, ο προπονητής του στην εθνική Κολομβίας, Φρανσίσκο Ματουράνα, δεν παρέλειπε ποτέ να επισημαίνει ότι «με τον Χιγκίτα ως “σκούπα” (σ.σ.: ακριβώς πίσω από τους αμυντικούς), έχουμε 11 ενεργούς παίκτες στο γήπεδο». Το τακτικό αβαντάζ που έδινε ο Χιγκίτα στην ομάδα του είχε καθοριστική συνεισφορά στην περιφανή πορεία της Κολομβίας εκείνα τα χρόνια. Ενώ, ταυτόχρονα, η τεχνική του κατάρτιση τού επέτρεπε να εκτελεί φάουλ και πέναλτι με αξιοσημείωτη επιτυχία: πέτυχε 44 γκολ με τους συλλόγους στους οποίους αγωνίστηκε.

Η κληρονομιά

Ο Γκάτι, ο Κάμπος και ο Χιγκίτα ήταν, στην πραγματικότητα, παίκτες πολύ μπροστά από την εποχή τους.

Ο Γκάτι είναι πιθανότατα ο μόνος από τις παλαιότερες γενιές τερματοφυλάκων που θα μπορούσε να σταθεί στο σημερινό ποδόσφαιρο. Πολύ πριν την απαγόρευση της επιστροφής της μπάλας στον τερματοφύλακα, είχε αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό την τεχνική του, που μπορούσε να χειρίζεται την μπάλα το ίδιο καλά με το στήθος και τα πόδια του όσο και με τα χέρια του. Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη του ικανότητά διευκόλυνε σε εξαιρετικό βαθμό το αρχικό στάδιο κυκλοφορίας της μπάλας.

Ο Κάμπος ήταν ένας αληθινά ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής∙ ένας δημιουργικός επιθετικογενής παίκτης σε σώμα τερματοφύλακα. Καθώς η ικανότητα να μπορείς να παίζεις σε πολλές θέσεις καθίσταται ολοένα και πιο σημαντική στο μοντέρνο ποδόσφαιρο, ο Κάμπος αποτελεί ένα προανάκρουσμα μάλλον του παίκτη του μέλλοντος. Η δε σήμα κατατεθέν κίνησή του να ξαμολιέται με την μπάλα στα πόδια, αμέσως μετά την ανακοπή κάποιας αντίπαλης επίθεσης, ξεκινώντας αστραπιαίες αντεπιθέσεις χωρίς να δαπανήσει ούτε δευτερόλεπτο παραπανίσιας κατοχής, προοικονομεί τις σύγχρονες τακτικές γρήγορης αντεπίθεσης, όπως αυτές παρουσιάστηκαν από προπονητές όπως ο Μουρίνιο (ιδιαίτερα στην πρώτη του θητεία στην Τσέλσι, αλλά και στις Ίντερ και Ρεάλ αργότερα) και ο Κλοπ (αρχικά στην Ντόρτμουντ, μεταγενέστερα στη Λίβερπουλ).

Όσο για τον Χιγκίτα, ήταν αναμφίβολα κάτι πολύ περισσότερο από έναν μπαλαδόρο ζογκλέρ: ο Χιγκίτα ήταν ένας πρωτοπόρος της τακτικής, ένας αληθινός καινοτόμος του ποδοσφαίρου. Η προκλητική –καθότι μόνιμη– τοποθέτησή του αρκετά μακριά από την εστία του αναχαίτιζε εν τη γενέση τους αμέτρητες (αντ)επιθέσεις των αντιπάλων, ενώ η θρασύτητα με την οποία προήλαυνε στο ανοιχτό γήπεδο πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες ανάπτυξης για την ομάδα του. Ο Χιγκίτα αποτελεί, το δίχως άλλο, πρόδρομο παικτών όπως ο Χαρτ, ο Ντε Χέα ή και ο Νόιερ που σήμερα αποθεώνονται για την ίδια ακριβώς ικανότητά τους να κινούνται αποτελεσματικά μακριά από το τέρμα.

Η κληρονομιά των «τρελών» λατινοαμερικάνων τερματοφυλάκων είναι η εξέλιξη της τακτικής στο ποδόσφαιρο.

Highlights:

1. Χιούγκο Γκάτι: Δώστε βάση στο 00:28 – γιατί ακριβώς αποβάλλεται https://www.youtube.com/watch?v=WAOmKbQDHvw

2. Χόρχε Κάμπος: Στο 01:18 ο τερματοφύλακας που άμα λάχει παίζει και επιθετικός – https://www.youtube.com/watch?v=s1rMdLaHLiA&t=78s

3. Ρενέ Χιγκίτα: Στο 03:25 η πιο γενναία ενέργεια στην ιστορία του ποδοσφαίρου – https://www.youtube.com/watch?v=QlsbkdE7gNQ&list=FLpJKsFvfm2UnUlzzrPMT9nA&index=171

Σχολιάστε

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s