Το βιβλίο που μ’ έκανε να αγαπήσω το διάβασμα

Ο Μπρόιερ υπνωτίστηκε από αυτά τα λόγια. Όλα τ’ άλλα -οι τοίχοι, τα παράθυρα, το τζάκι, ακόμα και το σώμα του Νίτσε- ξεθώριασαν. Αυτήν τη συζήτηση την περίμενε ολόκληρη τη ζωή του.

Ίρβιν Γιάλομ, Όταν έκλαψε ο Νίτσε

Όταν ήμουν 17 χρονών, η λίστα με τα αγαπημένα μου πράγματα στη ζωή ήταν αρκετά σύντομη και χαριτωμένα (ή  θλιβερά) προβλέψιμη: metal, ποδόσφαιρο, κορίτσια και playstation (όσον αφορά τη σειρά, μοιάζει ακριβής – εντούτοις, ίσως έβαζα το playstation πάνω από τα κορίτσια). 17 χρόνια αργότερα, αυτή η λίστα έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις (μια από αυτές ότι μάλλον τα κορίτσια έχουν περάσει το playstation) – ωστόσο, αν έπρεπε να προσδιορίσω σημειολογικά το σημείο διχοτόμησης της βιογραφίας μου∙ αν έπρεπε να κατονομάσω τον διαχωριστικό οριοθέτη που τέμνει την πρώτη (ανυποψίαστη) 17ετία της ζωής μου με τη (λιγότερο θολή και άρα περισσότερο υπεύθυνη) δεύτερη: αυτός ο οριοθέτης είναι ο Νίτσε.

Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Νίτσε γνώρισε για πρώτη φορά τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, τη νεαρή Ρωσίδα Λου Σαλομέ, τη ρώτησε «από ποια αστέρια πέσαμε εδώ για να συναντηθούμε;» [1]. Εν πολλοίς στο ίδιο πνεύμα, όταν ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με διάφορες διάσπαρτες σκέψεις του Νίτσε, ένιωσα σαν να έπεσα από κάποιο αστέρι και είδα από κοντά ένα φως εκθαμβωτικό που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί – και που ούτε ξαναείδα! Ο Νίτσε, το δίχως άλλο, με οδήγησε σε ιλιγγιώδη ύψη που ποτέ ξανά δεν είχα νιώσει το θάρρος να εξερευνήσω! Αυτή, όμως, η θαυμαστή πρώτη μου επαφή με το αστρόφωτο πνεύμα του Νίτσε δεν έγινε μέσω των ίδιων του των γραπτών, αλλά μέσα από ένα υπέροχο μυθιστόρημα του σπουδαίου Αμερικανού ψυχοθεραπευτή και ψυχιάτρου, Ίρβιν Γιάλομ, το Όταν έκλαψε ο Νίτσε.

Το χωροχρονικό φόντο του μυθιστορήματος αποτελεί η Βιέννη στα τέλη του 1882 και βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο φημισμένος Εβραίος γιατρός, Γιόζεφ Μπρόιερ, και ένας άσημος Γερμανός φιλόσοφος, ο Φρίντριχ Νίτσε, που υποφέρει αδιάλειπτα από ημικρανίες, επίμονες ζαλάδες, συνεχείς κρίσεις ναυτίας, μόνιμη αϋπνία και, γενικότερα, άφθονα προβλήματα υγείας. Ο άνθρωπος που συνδέει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι άλλος από την προαναφερθείσα μοιραία Ρωσίδα, Λου Σαλομέ.

Νίτσε και Μπρόιερ εναλλάσσουν τους ρόλους θεραπευτή και θεραπευόμενου, ενόσω βυθοσκοπούν στις μεγάλες, θεμελιώδεις υπαρξιακές αγωνίες: ελευθερία, φόβος θανάτου, η ανάγκη νοήματος, η απομόνωση. Το «καθάρισμα της καμινάδας» βοηθά στην αφιλτράριστη –από τη παραμορφωτική διήθηση της λογικής– εξερεύνηση του ψυχισμού και στην ανακάλυψη των μυχιαίτατων φόβων. Πίσω από το παραπέτασμα του πνιγηρού άγχους που διακατέχει τον Μπρόιερ, ενεδρεύει η «αιώνια απληστία του χρόνου»:

Κι είμαι σίγουρος πως αυτή είναι, Γιόζεφ, η πρωταρχική αιτία του άγχους σου. Η προκάρδια πίεση οφείλεται στο ότι το στήθος σου σκάει από αβίωτη ζωή. Κι η καρδιά σου μετράει, τικ τακ, τον χρόνο που περνάει. Κι η απληστία του χρόνου είναι αιώνια. Ο χρόνος καταβροχθίζει συνεχώς – και δεν επιστρέφει τίποτα.

Ο Νίτσε αποφθέγγεται: «Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!». Η «αβίωτη ζωή» επιδεινώνει με τη σειρά της τον φόβο θανάτου:

Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του, αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή. […] Έζησες τη ζωή σου; Ή σε έζησε εκείνη; Την επέλεξες; Ή σε επέλεξε εκείνη; Την αγάπησες; Ή μετάνιωσες γι’ αυτήν; Αυτό εννοώ όταν ρωτώ αν εξάντλησες τη ζωή σου. Την κατανάλωσες;

Τα ψυχοφθόρα, επίμονα ερωτήματα του Νίτσε έχουν καίρια στόχευση και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναβολής στην αντιμετώπισή τους. Μπορεί οι στόχοι να «βρίσκονται στην κουλτούρα μας, στον αέρα που αναπνέουμε», όμως ο φιλόσοφος-ψυχολόγος διαγιγνώσκει «πόσο μάταιο είναι να εκπληρώνεις λανθασμένους στόχους, όσο και να θέτεις νέους λανθασμένους στόχους. Τα πολλαπλάσια του μηδενός είναι πάντοτε μηδέν!». Παρανοούμε τις δυνατότητες ως κατάκτηση υλικών και επαγγελματικών στόχων, αλλά, για τον Νίτσε, οι δυνατότητες θα πρέπει να είναι συνυφασμένες με την αυτοϋπέρβαση: το καθήκον ενός ευγενούς τύπου ανθρώπου είναι να ξεπεράσει την κουλτούρα του, τον εαυτό του και την οικογένειά του, αλλά και τον σαρκικό πόθο του, την ωμή κτηνώδη του φύση, και να γίνει αυτός που είναι, να γίνει ό,τι είναι.

Φυσικά, όμως, για να γίνει κανείς αυτό που είναι, προαπαιτούμενο αποτελεί η ειλικρίνεια με τον εαυτό μας και η συμφιλίωση με την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μια πολύ κεντρική έ(γ)νοια στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, και ο Γιάλομ –μέσω των χαρακτήρων του– ψηλαφίζει τις ψυχολογικές διαστάσεις της αναζήτησής της.  Μπορεί να αφιερώνουμε τη ζωή μας στην ανακάλυψη της αλήθειας, αλλά να μην αντέχουμε τη θέα όσων ανακαλύπτουμε. Για τον Νίτσε, υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση στους τρόπους των αντρών: εκείνοι που επιθυμούν τη γαλήνη της ψυχής και την ευτυχία, και εκείνοι που επιθυμούν να ακολουθήσουν την αλήθεια, στην οποία «φτάνει κανείς μέσα από τη δυσπιστία και τον σκεπτικισμό, όχι μέσα από μια παιδική ευχή να ήταν τα πράγματα κάπως!».

Πέρα, όμως, από τη δυσπιστία και τον σκεπτικισμό, η φιλία μπορεί να αναδειχθεί ως το πιο ευγενές μέσο στην εξερεύνηση των πνευματικών μας ανησυχιών. Για τον Νίτσε, φιλία είναι «δύο άνθρωποι που ενώνουν τις δυνάμεις τους στην αναζήτηση μιας ανώτερης αλήθειας». Πράγματι, μέσω της φιλίας που καλλιεργούν σταδιακά και με πολλά (αθέατα) επεισόδια, ο Γιόζεφ και ο Φρίντριχ φτάνουν να κοιτάξουν κατάματα την άβυσσο που χαίνει μεταξύ του πόνου στην ψυχής τους και των διανοητικών αθυρμάτων που επινοούν, προκειμένου να καλυφθούν από το σκοτάδι που τους κοιτάζει πίσω.

Τελικά, η λύτρωση επέρχεται τόσο μέσα από την ανανοηματοδότηση των σημασιών που αποδίδουν στα πρόσωπα που τους στοιχειώνουν όσο και με τη γενναία αναμέτρηση με αυτό το αβυσσαλέο σκοτάδι, που αποκαλύπτει τον κρυμμένο και μεταμφιεσμένο –αληθινό– εχθρό:

Ο αληθινός εχθρός ήταν, πάντα, η μοίρα και όχι η Ματίλντε. Ο αληθινός εχθρός ήταν το γέρασμα, ο θάνατος και ο φόβος μου για ελευθερία. Κατηγορούσα τη Ματίλντε που δε μου επέτρεπε να αντιμετωπίσω αυτό που εγώ ήμουν απρόθυμος να αντιμετωπίσω! Αναρωτιέμαι πόσοι άλλοι σύζυγοι κάνουν το ίδιο στις γυναίκες τους!

-«Μάλλον και γω είμαι ένας απ’ αυτούς», είπε ο Μαξ. «Ξέρεις, συχνά ονειροπολώ την παιδική μας ηλικία, τις μέρες μας στο πανεπιστήμιο. “Αχ, τι έχω χάσει” λέω στον εαυτό μου. “Πώς άφησα αυτούς τους καιρούς να μου ξεφύγουν;” Και μετά, μέσα μου κατηγορώ τη Ραχήλ – σαν να ήταν δικό της λάθος που τελειώνει η παιδική ηλικία, δικό της λάθος που γερνάω!»

-Ναι, ο Μύλλερ είπε ότι ο αληθινός εχθρός είναι «τα σαγόνια του χρόνου που καταβροχθίζουν τα πάντα».

Μέσω του Μύλλερ (κωδικό όνομα ασθενή για τον Νίτσε), ο Γιάλομ μάς διδάσκει το μυστικό για την επιτυχία μιας σχέσης σε ένα πανέμορφο όσο και ιδιαίτερα σοφό λογύδριο του Νίτσε:

Η σχέση του γάμου είναι ιδανική, μόνο όταν δεν είναι  απαραίτητη για την επιβίωση του κάθε συντρόφου. […] Για να σχετιστείς πλήρως με κάποιον άλλο, πρέπει πρώτα να σχετιστείς με τον εαυτό σου. Αν δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε τη μοναχικότητά μας, απλώς χρησιμοποιούμε τον άλλον σαν ασπίδα στην απομόνωση. Μόνο όταν μπορούμε να ζήσουμε σαν τον αετό –χωρίς καθόλου κοινό να μας παρατηρεί–, μπορούμε να στραφούμε ο ένας προς τον άλλο με αγάπη. Μόνο τότε μπορεί κανείς να νοιαστεί για τη μεγέθυνση της ύπαρξης του άλλου. Ergo, αν κάποιος δεν μπορεί να εγκαταλείψει έναν γάμο, τότε αυτός ο γάμος είναι καταδικασμένος.

Η σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι άλλο ένα κεντρικό θέμα του βιβλίου.  Ο Γιάλομ συγκεράζει τη ρηξικέλευθη φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε με τις πρωτότυπες ψυχολογικές του παρατηρήσεις σχετικά με τη φύση των πιο κρίσιμων ζητημάτων που θίγει η υπαρξιακή ψυχοθεραπευτική σχολή. Όμως, το κύριο ενδιαφέρον του και η εστίασή του αφορά στη σχέση που σφυρηλατείται μεταξύ Μπρόιερ και Νίτσε, καθώς ο ένας προσπαθεί να λυτρώσει τον άλλο. Είναι εκπληκτικά εύστοχα όσο και βαθιά ενορατικά τα ψυχολογικά σχόλια που παρεμβάλλει ο Γιάλομ στους φορτισμένους διαλόγους των ηρώων του – στοιχείο δηλωτικό της λεπτής και στοχευμένης προσοχής που δίνει στις αδιόρατες δυναμικές που αναπτύσσονται, καθώς διαμορφώνεται η μεταξύ τους σχέση.

Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας επικεντρώνει στο πώς ο Νίτσε νοεί την κατανόηση του εαυτού και την προσωπική αλλαγή. Έχοντας αναδιφήσει στα βιβλία της πρώιμης και μέσης περιόδου του Νίτσε (στα βιβλία, δηλαδή, που ο Νίτσε είχε ήδη γράψει ή κυοφορούσε την περίοδο που διαδραματίζεται η ιστορία), ο Γιάλομ τοποθετεί με ξεχωριστή μαεστρία τις συναρπαστικά αυθεντικές ιδέες του Γερμανού φιλόσοφου στα θεμέλια της σύγχρονης ψυχοθεραπείας.

Ουσιαστικά, αυτό που προσφέρει το βιβλίο είναι μια μυθοπλαστική ιστορία γέννησης της ψυχοθεραπείας – διαμεσολαβημένη, ωστόσο, και διανθισμένη με πλήθος αληθινών γεγονότων. Ο ίδιος ο Γιάλομ, σε δοκίμιό του για τη συγγραφή του εν λόγω μυθιστορήματος, αναφέρει ότι το 1908 η Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης αφιέρωσε 2 συνεδρίες στον Νίτσε, κατά τη διάρκεια των οποίων ο (προστατευόμενος του Μπρόιερ) Σίγκμουντ Φρόυντ αναγνώρισε πως «ο Νίτσε είχε φτάσει σε διαπιστώσεις εντυπωσιακά όμοιες μ’ εκείνες των συστηματικών ερευνών της Ψυχανάλυσης», ενώ η Εταιρεία τού απέδωσε την πρωτιά στην ανακάλυψη της κάθαρσης, της απώθησης, της σημασίας της λήθης, της καταφυγής στην αρρώστια ως ένδειξης υπερβολικής ευαισθησίας του ατόμου στα προβλήματα που ανακύπτουν στη ζωή, και στη σπουδαιότητα των ενστίκτων. Όπως αναφέρεται και στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του μυθιστορήματος, ο Γιάλομ με το βιβλίο του αυτό υποδεικνύει ότι ο Νίτσε αποτελεί ουσιαστικά τον φιλοσοφικό προπάτορα της σύγχρονης ψυχοθεραπείας.

Σημειώσεις:


1. Στην πραγματικότητα, η ίδια η Λου Σαλομέ παραθέτει μια άλλη –παραπλήσια επική– ατάκα τού Νίτσε, όταν την είδε για πρώτη φορά: «ποια αστέρια έκαναν τις τροχιές μας να συγκλίνουν;».