Νίτσε, ἐκπύρωσις και Θεωρία Χορδών: Η Αιώνια Επιστροφή και το Κυκλικό Πολυσύμπαν

Όλα φεύγουν, όλα ξανάρχονται πίσω∙ αιώνια κυλά ο τροχός του Είναι. Όλα πεθαίνουν, όλα ξανανθίζουν∙ αιώνια τρέχει η χρονιά του Είναι. Όλα συντρίβονται, όλα συναρμόζονται πάλι∙ αιώνια χτίζεται το ίδιο το σπίτι του Είναι. Όλα χωρίζονται, όλα ξαναχαιρετιούνται∙ αιώνια μένει πιστό στον εαυτό του το δαχτυλίδι του Είναι. Κάθε στιγμή αρχίζει το Είναι∙ γύρω από κάθε Εδώ κυλιέται η σφαίρα του Εκεί. Το κέντρο είναι παντού. Καμπυλώνει το μονοπάτι της αιωνιότητας.

Φρίντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

Ένα αυγουστιάτικο πρωινό του 1881, ο Νίτσε έκανε περίπατο κοντά στις όχθες της λίμνης Σιλβαπλάνα, στην κοιλάδα του Ενγκαντίν της Ελβετίας. Προχωρώντας μέσα από το δάσος, σταμάτησε κοντά σ’ έναν σωρό από λιθάρια που έμοιαζε με πυραμίδα – και τότε συνέλαβε την ιδέα με το «μεγαλύτερο βαρύ βάρος»∙ την ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Την κατέγραψε σ’ ένα φύλλο χαρτιού με την υποσημείωση1:

Στις αρχές Αυγούστου του 1881 στο Ζιλς-Μαρία, 6000 πόδια πάνω από τη θάλασσα και πολύ ψηλότερα από όλα τα ανθρώπινα πράγματα!

Στην αυτοβιογραφία του, ο Νίτσε χαρακτηρίζει την αιώνια επιστροφή ως τη «θεμελιώδη ιδέα»του Ζαρατούστρα. Ο εμβληματικός Πέρσης προφήτης συνιστούσε αναντίρρητα την πιο υψιπετή φιλοσοφική και λογοτεχνική αλχημεία2 του. Πράγματι, ο Νίτσε έριξε στη λάβα της ποίησής του μια κατεξοχήν αρχετυπική μορφή του μανιχαϊσμού και τη μεταστοιχείωσε σε πρόδρομο του υπερανθρώπου: το ανώτερης ευγένειας ιδεώδες ανθρώπου που ζει πέρα από το καλό και το κακό.

Τον Ιούνιο του 1888, λίγους μήνες πριν από την περιβόητη νευρική του κατάρρευση στην πλατεία «Κάρλο Αλμπέρτο» του Τορίνο, ο Νίτσε έστειλε μια επιστολή στον καθηγητή Καρλ Κνορτς στην Ιντιάνα των ΗΠΑ, με σκοπό να παρουσιάσει επιγραμματικά το έργο του αλλά και τον εαυτό του ως στοχαστή, «συγγραφέα και ποιητή». Μάλλον αναμενόμενα, έδωσε πρωτεύουσα σημασία στο magnum opus του, γράφοντας με αφοπλιστική υπεροψία:

Όσον αφορά τον Ζαρατούστρα μου, θεωρώ ότι μάλλον είναι το πιο βαθυστόχαστο έργο που υπάρχει στη γερμανική γλώσσα, αλλά και το πλέον άρτιο γλωσσικά. Αλλά για να το συναισθανθεί κανείς αυτό χρειάζονται ολόκληρες γενιές ώστε να αναπληρώσουν τα εσωτερικά βιώματα, βάσει των οποίων μπόρεσε να δημιουργηθεί αυτό το έργο3.

Είναι αλήθεια ότι ο Νίτσε δεν αποτελούσε πρότυπο ταπεινοφροσύνης (πόσο μάλλον για τον Ζαρατούστρα του4). Μολαταύτα, αξίζει να προσπεράσουμε τις μεγαλομανείς (ή ψυχρά αντικειμενικές – αναλόγως πόσο νιτσεϊκοί είμαστε) αποφάνσεις του, και να εστιάσουμε στη (μετα)φυσική του σύλληψη της αιώνιας επιστροφής και τις φιλοσοφικές της προεκτάσεις.

Η πρώτη δημοσιευμένη παρουσίαση της ιδέας βρίσκεται στον αφορισμό 341 της Χαρούμενης Επιστήμης:

Το μεγαλύτερο βαρύ βάρος. – Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα γλιστρούσε ένας δαίμονας μέσα στην πιο μοναχική μοναξιά σου και σου έλεγε:  «Αυτήν τη ζωή, όπως την έζησες και όπως τη ζεις μέχρι τώρα, θα πρέπει να την ξαναζήσεις άλλη μια φορά κι αναρίθμητες ακόμη φορές∙  και δε θα υπάρχει τίποτα καινούργιο σ’ αυτήν, αλλά κάθε πόνος και κάθε χαρά και κάθε σκέψη και στεναγμός, και καθετί ανείπωτα μικρό ή μεγάλο της ζωής σου θα ξανάρθει σε σένα, όλα με την ίδια σειρά και διαδοχή – ακόμα κι αυτή η αράχνη, κι αυτό το σεληνόφωτο ανάμεσα στα δέντρα, κι αυτή εδώ η στιγμή, κι εγώ ο ίδιος.  Η αιώνια κλεψύδρα της ζωής αναποδογυρίζει ακατάπαυστα και μαζί της και συ, κόκκε σκόνης!».

Δε θα έπεφτες κατάχαμα, δε θα έτριζες τα δόντια σου και δε θα καταριόσουν τον δαίμονα που θα σου μιλούσε έτσι; Ή μήπως θα ζούσες μια φοβερή στιγμή όπου θα του απαντούσες: «Είσαι θεός και ποτέ δεν άκουσα τίποτα πιο θεϊκό!». Αν σε κυρίευε αυτή η σκέψη, θα σε μεταμόρφωνε, εσένα, έτσι που είσαι, κι ίσως να σ’ έκανε σκόνη: το ερώτημα που τίθεται για όλα και για το καθετί: «το θέλεις αυτό άλλη μια φορά κι αναρίθμητες φορές ακόμη;», θα ήταν το μεγαλύτερο βάρος που θα βάραινε τις πράξεις σου! Ή, αντίθετα, πόσο καλός θα έπρεπε να γίνεις απέναντι στον εαυτό σου κι απέναντι στη ζωή, ώστε να μην ποθείς τίποτε περισσότερο απ’ αυτή την έσχατη επιβεβαίωση και επισφράγιση;

Η πιο συνήθης5 κοσμολογική ανάγνωση της αιώνιας επιστροφής μπορεί να συνοψισθεί αδρομερώς ως εξής: οτιδήποτε έχει συμβεί στο σύμπαν, οτιδήποτε συμβαίνει και οτιδήποτε πρόκειται να συμβεί, έχει ήδη συμβεί άπειρες φορές και θα συνεχίσει να συμβαίνει απαράλλαχτο για πάντα: η ίδια διαδοχή συμβάντων, η ίδια ακριβώς αλληλουχία γεγονότων επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές. Κατ’ αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, ο κόσμος, το «δαχτυλίδι του είναι», εκλαμβάνεται ως οιωνεί κύκλος που κυλά ατέρμονα «στο μονοπάτι της αιωνιότητας».

Ακόμα και για κάποιον που διάγει μια όμορφη, ισορροπημένη και μεστή από νόημα και αισθήματα ικανοποίησης ζωή, η ιδέα του να ζήσει τα πάντα ξανά από την αρχή, χωρίς καμία απολύτως διαφοροποίηση ούτε προς την παραμικρή λεπτομέρεια, και μετά να ζει ξανά και ξανά την ίδια αυτή ζωή για την υπόλοιπη αιωνιότητα, προκαλεί μάλλον αποστροφή6∙ για τον Νίτσε, ο οποίος πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του υποφέροντας αδιάλειπτα από ημικρανίες, ναυτίες, εμετούς, οφθαλμαλγίες, και ταυτόχρονα δυσπραγία, έλλειψη αναγνώρισης μέχρι και απαξίωση από τους συγκαιρινούς του, η ιδέα της αιώνιας επιστροφής θα πρέπει να προκαλούσε μια πνιγηρή αίσθηση. Η μοιραία γυναίκα της ζωής του, Λου Σαλομέ, γράφοντας γι’ αυτό, λίγα χρόνια μετά την κατάβαση του Νίτσε στην τρέλα, αφηγείται:

Για μένα, οι ώρες στις οποίες μου το εκμυστηρεύτηκε [την αιώνια επιστροφή] ως μυστικό, ως κάτι που έτρεμε ανείπωτα να δει να επαληθεύεται, είναι αξέχαστες […] μόνο με μια μαλακή φωνή και με όλα τα σημάδια του πιο βαθιού τρόμου μιλούσε γι’ αυτό. Και, στην πραγματικότητα, υπέφερε τόσο βαθιά από τη ζωή που η βεβαιότητα της αιώνιας επιστροφής της ζωής έπρεπε να εμπεριείχε κάτι φρικτό γι’ αυτόν.

Ο Νίτσε φαίνεται ότι πίστεψε στη φυσική πιστότητα της ιδέας του. Σε επιστολές του το 1881 (πιθανώς λίγους μήνες πριν την άνωθεν εκμυστήρευση που έκανε[;] στη Λου) προς τον παιδικό του φίλο, Καρλ Φον Γκέρσντορφ, και τον φίλο του καθηγητή, Φραντς Όβερμπεκ, παραδέχεται ότι δεν κατέχει επαρκείς γνώσεις για να αποδείξει τη θεωρία του, και γι’ αυτό αναφέρει ότι θα αφιερώσει τα επόμενα χρόνια στη μελέτη μαθηματικών και των φυσικών επιστημών. Παρά το γεγονός ότι ο Νίτσε στ’ αλήθεια κατέβαλλε κάποια προσπάθεια για να στοιχειοθετήσει την κοσμολογική ορθότητα της ιδέας του, όπως διαφαίνεται από διάφορες (κυρίως ύστερες) σκόρπιες σημειώσεις του, εντούτοις ποτέ δεν το έπραξε συστηματικά και με αναλυτικό τρόπο – τουλάχιστον όχι στο δημοσιευμένο έργο του. Τουναντίον, είναι ελάχιστες έως μηδαμινές οι περιπτώσεις όπου αναλύει ή υπαινίσσεται την κυριολεκτική ισχύ της αιώνιας επιστροφής στα βιβλία του. Ο Νίτσε συνειδητοποίησε είτε ότι ήταν αδύνατο να τεκμηριώσει επιστημονικά τη θεωρία του είτε ότι ένα τέτοιου είδους αποδεικτικό εγχείρημα ήταν μάταιο ή ακόμα και αχρείαστο, στον βαθμό που έφτασε να συναγάγει ότι οι ψυχολογικές συνεπαγωγές της ιδέας υπερτερούν συντριπτικά σε σημασία – είτε αυτή αληθεύει κοσμολογικά είτε όχι.

Είναι χαρακτηριστική η ποιητική αμφίεση της αιώνιας επιστροφής στον προαναφερθέντα αφορισμό, ενώ ακόμα πιο ανάγλυφα προβάλλει ο ψυχολογικός της αντίκτυπος: «Δε θα έπεφτες κατάχαμα, δε θα έτριζες τα δόντια σου και δε θα καταριόσουν τον δαίμονα που θα σου μιλούσε έτσι;». Εδώ δεν υπάρχει κανένα ουσιώδες ενδιαφέρον για κάποια κοσμολογία∙ το πρώτο ζήτημα είναι αναμφίλεκτα ψυχολογικό: ο Νίτσε αναπτύσσει ένα νοητικό πείραμα με το περίβλημα της κοσμολογικής υπόθεσης, προκειμένου –πρώτα και κύρια– να μας διεγείρει συναισθηματικά: η συνειδητοποίηση της αιώνιας επανάληψης συνιστά την πιο συνταρακτική δυνατή συνειδητοποίηση, αυτή που επιφέρει «το μεγαλύτερο βάρος» στον ψυχισμό μας: «το ερώτημα που τίθεται για όλα και για το καθετί: “το θέλεις αυτό άλλη μια φορά κι αναρίθμητες φορές ακόμη;”, θα ήταν το μεγαλύτερο βάρος που θα βάραινε τις πράξεις σου!».

Η ιδέα της αιώνιας επιστροφής συνδέεται άρρηκτα με το πρόβλημα του θανάτου του Θεού το οποίο ο Νίτσε θίγει στο ίδιο βιβλίο, στην παράγραφο 125. Ο θάνατος του Θεού είναι απότοκο της βαθμιαίας εκλέπτυνσης της χριστιανικής ηθικής: «Βλέπετε τι θριάμβευσε πραγματικά σε βάρος του Θεού των χριστιανών: η ίδια η χριστιανική ηθική, η έννοια της φιλαλήθειας που την εκλάμβαναν με όλο και μεγαλύτερη αυστηρότητα, ο εξευγενισμός της χριστιανικής συνείδησης από τον εξομολογητή, που διερμηνεύτηκε και εξιδανικεύτηκε σε επιστημονική συνείδηση, σε μια πάση θυσία διανοητική καθαρότητα»7. Η χριστιανική ηθική αξία της φιλαλήθειας, ακονισμένη με ολοένα και αυστηρότερη διανοητική εντιμότητα, οδήγησε στην άνοδο των φυσικών επιστημών∙ η άνοδος των φυσικών επιστημών οδήγησε στην εγκατάλειψη μυθολογικών ερμηνειών και, εν τέλει, στην απόρριψη της μεταφυσικής και τον θάνατο του Θεού8.

Ο Νίτσε ήταν ίσως ο πρώτος που διέγνωσε τις κατακλυσμιαίες συνέπειες αυτής της μετάβασης. Εν τη απουσία του Θεού, δεν υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη αρχή στην οποία ερείδεται η αξιολόγηση των ηθικών αξιών, όσο δεν υπάρχει και μια τελεολογία υπερβατικής προέλευσης (και κατεύθυνσης): η απουσία νοήματος και η έλλειψη ηθικού προσανατολισμού επιφέρουν αναπόδραστα τον μηδενισμό, το φάντασμα του οποίου έβλεπε με οξυμένη πνευματική ευαισθησία ο Νίτσε να στοιχειώνει τον δυτικό πολιτισμό. Η αιώνια επιστροφή είναι το ξόρκι του Νίτσε απέναντι σε αυτό το φάντασμα.

Ο Νίτσε περιγράφει την αιώνια επιστροφή ως την «ανώτατη μορφή κατάφασης» που είναι εφικτή9. Μια έκφανση αυτής της κατάφασης είναι δίχως αμφιβολία η φόρμουλα που προτείνει «για το μεγαλείο ενός ανθρώπου»: το σύνθημα ζωής του, Amor Fati: «να μη θέλει κανείς τίποτε διαφορετικό ούτε εμπρός ούτε πίσω στην αιωνιότητα. Όχι μόνο ν’ αντέχει το αναγκαίο, κι ακόμη λιγότερο να το κρύβει […] αλλά και να το αγαπά»10. Ο Κιθ Άνσελ Πίρσον έχει επισημάνει τη σημασία της προτροπής του Νίτσε να είμαστε ευμενώς διακείμενοι ως προς τον εαυτό μας και τη ζωή στο πλαίσιο του αφορισμού 341 της Χαρούμενης Επιστήμης. Γράφει σχετικά: «Είναι σαφές ότι ο Νίτσε φοβόταν ότι το επακόλουθο του θανάτου του Θεού θα ήταν μια γενική κατάσταση απάθειας και αδιαφορίας προς τη ζωή. Σκοπός της σκέψης της αιώνιας επιστροφής είναι η καταπολέμηση αυτής της κατάστασης»11. Στο ίδιο πνεύμα, και σχετικά με τον εναρμονισμό της αιώνιας επιστροφής με την απουσία μιας κοσμικής τελεολογίας, ο Αλέξανδρος Νεχαμάς υπερθεματίζει: «Ο Νίτσε πραγματεύεται την κατάρρευση του χριστιανισμού και την ιδέα ότι κάθε ξεχωριστή ζωή, όπως και ολόκληρος ο κόσμος, έχει έναν δικό της σκοπό»12.

Ο μεγαλύτερος όγκος των ιδεών του Νίτσε που άπτονται της επιστημονικής σφαίρας εντοπίζεται στις σημειώσεις και τα αποσπάσματα που προορίζονταν για τη Θέληση για Δύναμη (το μεγαλόπνοο έργο με το οποίο οραματιζόταν την εκπλήρωση της επαναξιολόγησης όλων των αξιών). Στη σημείωση 55 της Θέλησης για Δύναμη, ο Νίτσε περιγράφει την αιώνια επιστροφή ως την «πιο επιστημονική απ’ όλες τις δυνατές υποθέσεις», ωστόσο καθίσταται σαφές από τα συμφραζόμενα της σημείωσης ότι αυτό που εννοεί με τον όρο «επιστημονική» είναι στην πραγματικότητα «μη τελεολογική»13. Ο Νίτσε υποστηρίζει πως, αν ο κόσμος είχε έναν τελικό σκοπό, αυτός θα είχε ήδη επιτευχθεί. Εφόσον ο Θεός είναι νεκρός (αφού εμείς τον σκοτώσαμε), δεν υπάρχει κανένας τελικός σκοπός – ούτε στις ατομικές ζωές μας ούτε στην ύπαρξη ως όλον. Σ’ αυτό το τρομαχτικό υπαρξιακό ορφάνεμα που ελλοχεύει στην κατάργηση του Θεού, η σκέψη της αιώνιας επιστροφής μπορεί να μας παρέχει ένα μέτρο με το οποίο θα αποτιμούμε την αξία και θα νιώθουμε την αίσθηση του βάρους των επιλογών μας: το θέλω αυτό άλλη μια φορά κι αναρίθμητες φορές ακόμη;

ἐκπύρωσις:η αιώνια επιστροφή πριν τον Νίτσε

Για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, η σύλληψη του κόσμου ως αέναη κυκλική κίνηση δεν αποτελεί πρωτότυπη νιτσεϊκή έμπνευση∙ όλως αντιθέτως, είναι μια αρχαία ιδέα. Ίσως η πρώτη ενσάρκωσή της ανάγεται στον Ηράκλειτο (ο οποίος απήλαυε της ιδιαίτερης εκτίμησης του Νίτσε). Σε ένα από τα πιο σημαντικά σπαράγματα (B30) που σώζονται από το έργο του Περί φύσεως, ο «Σκοτεινός Φιλόσοφος» προσομοιάζει τον κόσμο με μια αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει και σβήνει ατελεύτητα:

κόσμον τόνδε, τν ατν πάντων, οτε τις θεν οτε νθρώπων ποίησεν, λλ ν ε κα στιν κα σται πρ είζωον, πτόμενον μέτρα κα ποσβεννύμενον μέτρα

Αυτόν τον κόσμο, όλων των πραγμάτων, ούτε κάποιος θεός τον δημιούργησε ούτε άνθρωπος, αλλά υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει ως μια αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο».)

Ο Εμπεδοκλής, στο δικό του (ποιητικό) Περί φύσεως, αντηχεί την ίδια σκέψη14, ωστόσο η ιδέα ενός κόσμου που αναγεννιέται κυριολεκτικά μέσα από τις στάχτες του, σε μια ατέλειωτη διαδοχή πανομοιότυπων κύκλων, διαγράφεται εντελής στην εκπυρωτική κοσμολογία του στωικισμού.

Η έννοια ἐκπύρωσις, η οποία ενοικεί στον πυρήνα της στωικής φυσικής φιλοσοφίας, δηλώνει το στάδιο αφανισμού του σύμπαντος μέσω της φωτιάς∙ μετά από αυτόν τον ολοσχερή θερμικό θάνατο, το σύμπαν αναγεννιέται (παλιγγενεσία) και εν τέλει, επανέρχεται στην τάξη (ἀποκατάστασις), ολοκληρώνοντας έναν κοσμικό κύκλο ζωής, θανάτου και αναγέννησης15. Η ιδέα της εκπυρώσεως ανάγεται στον ιδρυτή της στωικής σχολής, Ζήνωνα Κιτιέα, ωστόσο ο Πλούταρχος την αποδίδει στον Χρύσιππο, τον διάδοχο του διαδόχου του Ζήνωνα, Κλεάνθη. Ο Χρύσιππος16, μας παραδίδει ο Πλούταρχος, έλεγε ότι «όταν λαμβάνει χώρα η εκπύρωσις […] το σύμπαν είναι τελείως ζωντανό […], αλλά ακολούθως, όπως συνθλίβεται και γίνεται συμπυκνωμένο, μεταμορφώνεται σε νερό και γη και πράγματα ουσιώδη»17.

Αργότερα, στο πρώτο μισό του 1ου αιώνα π.Χ., ο Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας και (στωικός) φιλόσοφος Κικέρων, εγκολπώθηκε την εκπυρωτική κυκλική κοσμολογία των προκατόχων του. Στον φιλοσοφικό του διάλογο Περί της φύσεως των Θεών, διασαφηνίζει το γιατί και πώς λαμβάνει χώρα η εκπυρωτική διαδικασία, σύμφωνα με τη στωική διδασκαλία:

Λέγεται, από τη σχολή μας, ότι ως συνέπεια αυτής της κατανάλωσης, το πράγμα, για το οποίο συνηθιζόταν να λένε σε κάποιον ότι ο Παναίτιος είχε την τάση να αμφισβητεί, θα συμβεί, εννοώ την τελική πυρκαγιά ολόκληρου του σύμπαντος∙ γιατί όταν η υγρασία έχει εξαντληθεί, η γη δεν [θα] μπορούσε να θραφεί, και δε θα υπήρχε κανένα επανερχόμενο ρεύμα αέρα, καθώς η δημιουργία του θα ήταν αδύνατη όταν το νερό είχε χρησιμοποιηθεί όλο∙ τίποτα, επομένως, λένε αυτοί, μένει εκτός από τη φωτιά ως τον παράγοντα, ζωογόνο και θεϊκό, μέσω του οποίου το σύμπαν θα πρέπει να ανανεωθεί ξανά, και η ίδια εξωτερική σειρά να έρθει στην ύπαρξη18.

Η τελευταία φράση του Κικέρωνος προσδίδει μια «νιτσεϊκή» χροιά στην όλη ιδέα, στον βαθμό που υπαινίσσεται το στοιχείο του πανόμοιου μετά την ἀποκατάστασιν του σύμπαντος. Λίγους αιώνες αργότερα, ένας άλλος επιφανής Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος, ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, δεν το υπαινίσσεται αλλά το διατυπώνει ξεκάθαρα:

Όλα πάντοτε συμβαίνουν κατά τον ίδιο τρόπο και ανακυκλώνονται, και καθόλου δε διαφέρει αν δει κάποιος τα ίδια πράγματα σε εκατό χρόνια ή σε διακόσια ή στον άπειρο χρόνο19.

Σε μια μικρή πρόταση, ο Μάρκος Αυρήλιος δηλώνει την κυκλική φύση της ύπαρξης η οποία βασίζεται στην ιδέα ότι ο χρόνος είναι άπειρος. Ο καθηγητής Μάικλ Λάπιτζ επισημαίνει σχετικά ότι, στο στωικό κοσμολογικό μοντέλο, κάθε νεόβλαστο σύμπαν ήταν «πανομοιότυπο προς κάθε λεπτομέρεια» με αυτό –ή, πιο σωστά, αυτά– που προηγήθηκαν20. Την ίδια άποψη υιοθετεί και ο καθηγητής ιστορίας της φιλοσοφίας, Μάριο Βετζέτι, ο οποίος εξηγεί περαιτέρω τη μεταφυσική διάσταση της στωικής κυκλικής κοσμολογίας:

Από την τελική εκπύρωσιν ξεκινά έ­νας νέος κύκλος γεγονότων, που θα είναι πανομοιότυπος με τον προηγούμενο ως και στις λεπτομέρειες· θα υπάρξει ξανά Σωκράτης, θα κατηγορηθεί ξανά για ασέβεια, θα καταδικαστεί ξανά σε θάνατο, θα πιει ξανά το κώνειο – και το ίδιο θα συμβεί με όλα τ’ άλλα πράγματα. Στη ρίζα αυτής της στωικής θεωρίας υπήρχε η θεωρητική αναγκαιότητα να αποδειχθεί ο κόσμος πε­περασμένος και στη διάσταση του χρόνου· μία επ’ άπειρον μεταβλητή πο­ρεία των γεγονότων θα καθιστούσε αβάσιμη τη θέση ότι η τωρινή πορεία των γεγονότων χαρακτηρίζεται από μια έλλογη και αναγκαία τάξη. Επίσης, οι κύκλοι πρέπει να συμπίπτουν μεταξύ τους γιατί, εφόσον διέπονται όλοι α­πό τη θεία πρόνοια, δεν μπορούν να αποδειχθούν καλύτεροι ή χειρότεροι α­πό τους άλλους, αλλά εξίσου τέλειοι21.

Ο Ιταλός ιστορικός, ουσιαστικά, περιγράφει την αιώνια επιστροφή του Νίτσε – απλά με μεταφυσική/θεολογική περιβολή. Ο Αθανάσιος Κυριαζόπουλος, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστήμιου της Σορβόνης, αναφέρει ότι τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής τη συναντάμε, εκτός από τους στωικούς, και στους πυθαγόρειους, ενώ η λιγότερο «ακραία» εκδοχή της κυκλικής κοσμολογίας, εκείνη δηλαδή που δεν απαιτεί την ακριβή επανάληψη όλων των συμβάντων κάθε κύκλου, συναντάται μεταγενέστερα ευρέως τόσο στην ινδική όσο και στην περσική παράδοση, όπου βρίσκει κανείς ένα σύμπλεγμα κοσμολογικών κύκλων μέσα σε κύκλους, οι οποίοι εκτείνονται σε πολλά εκατομμύρια (εκατομμυρίων) χρόνια22.

Η ἐκπύρωσις στην κοσμολογία του 21ου αιώνα

Σχεδόν σε κάθε εποχή και κάθε βαθμίδα πολιτιστικής εξέλιξης προσπάθησαν με βαθιά δυσθυμία να ελευθερώσουν τους εαυτούς τους από τους Έλληνες, επειδή κάθε προσωπικό έργο, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού στ’ αλήθεια, φαινόταν να χάνει ξαφνικά το χρώμα και τη ζωή του και να συρρικνώνεται σε ένα αποτυχημένο αντίγραφο, σωστή καρικατούρα.

Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας

Τον Νοέμβριο του 2001, στο περιοδικό Physical Review Letters δημοσιεύτηκε η εργασία μιας ομάδας θεωρητικών φυσικών πάνω σε ένα νέο κοσμολογικό μοντέλο, το οποίο πετύχαινε την επικαιροποίηση της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης με τις πιο πρόσφατες μαθηματικές ανακαλύψεις από το πεδίο της θεωρίας χορδών. Οι αυτουργοί αυτής της φιλόδοξης θεωρητικής διασύνδεσης, Πολ Στάινχαρντ, Νιλ Τούροκ, Μπερτ Όβρουτ και Τζάστιν Κόουρι, ονόμασαν το μοντέλο τους «εκπυρωτικό». Για την ακρίβεια, ο τίτλος της δημοσίευσής τους ήταν ο εξής: Το Εκπυρωτικό Σύμπαν: Συγκρουόμενες Βράνες και η Προέλευση του Καυτού Μπινγκ Μπανγκ23.

Ο Πολ Στάινχαρντ είχε ένα ιστορικό προηγούμενο όσον αφορά την αποκρυπτογράφηση της κοσμικής εξέλιξης στις εμβρυονικές στιγμές του σύμπαντος∙ ήταν ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας του πληθωρισμού24, και παρήγαγε ένα από τα πρώτα θεωρητικά αποτελέσματα που έδειχναν ότι, λόγω επιδράσεων από κβαντικές διακυμάνσεις, ο πληθωρισμός είναι τυπικά αιώνιος.

Κάπου εκεί ήταν, ωστόσο, που τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν για τη σχέση Στάινχαρντ και πληθωρισμού. Διότι ο αιώνιος πληθωρισμός, επί της ουσίας, συνεπάγεται ένα πολυσύμπαν, και το πρόβλημα είναι ότι ο Στάινχαρντ δεν πολυσυμπαθούσε την ιδέα του πολυσύμπαντος…: «Η ιδέα του πολυσύμπαντος είναι μπαρόκ, αφύσικη, μη ελέγξιμη και, τελικά, επικίνδυνη στην επιστήμη και την κοινωνία»25. Ήταν ακριβώς αυτή η «αιώνια» έκφανση του πληθωριστικού μοντέλου που τον μετέτρεψε εν τέλει σε αποστάτη του πληθωρισμού26. Η πρόβλεψη για μια ατέλειωτη παραγωγή διαφορετικών συμπάντων με κάθε πιθανό φυσικό συνδυασμό ιδιοτήτων για τον Στάινχαρντ ισοδυναμούσε με μη πρόβλεψη, και, κατ’ επέκταση, αδυνατότητα εξήγησης των φυσικών χαρακτηριστικών του σύμπαντος στο οποίο βρίσκουμε τους εαυτούς μας.

Ένα σημαντικό κίνητρο, λοιπόν, για τη δουλειά του Στάινχαρντ και των συνεργατών του ήταν η αποφυγή του πολυσύμπαντος, στο οποίο οδηγούσε ο πληθωρισμός. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι έπρεπε να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος για να εξηγηθεί η ομοιογένεια και επιπεδότητα του σύμπαντος, η ανυπαρξία μαγνητικών μονοπόλων, καθώς και οι διακυμάνσεις στην κατανομή ενέργειας και θερμοκρασίας που προβλέπει επιτυχώς και με εντυπωσιακή ακρίβεια ο πληθωρισμός. Το δεύτερο ήταν η επίτευξη όλων αυτών των προβλέψεων στο πλαίσιο της θεωρία χορδών. Στη δημοσίευσή τους, οι Στάινχαρντ και Σία αναφέρουν ότι «Ο πληθωρισμός είναι μια αξιοσημείωτα πετυχημένη θεωρία. Αλλά παρά την προσπάθεια είκοσι ετών, δεν υπάρχει καμιά πειστική σύνδεση με θεωρίες κβαντικής βαρύτητας όπως η Μ-θεωρία».

Όπως ίσως θυμάστε από το τελευταίο μας επεισόδιο (Από τη Φυσική Φιλοσοφία στη Θεωρία Χορδών: Χώρος και το Πολυσύμπαν Βρανών – αν δεν το έχετε διαβάσει, δε χάσατε και τίποτα σπουδαίο, αν και η αλήθεια είναι ότι αποσαφηνίζει όλα αυτά τα περί Μ-θεωρίας χορδών και «βρανών», ενόσω αναδεικνύει γενεαλογικές τροπές στην πρόσληψη του χώρου με σημεία αναφοράς τον Αριστοτέλη, τον Νεύτωνα, τον Λάιμπνιτς και τον Αϊνστάιν – τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, είναι αρκετά καλό, δεν του ρίχνετε μια ματιά;!), στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έλαβε χώρα η δεύτερη επανάσταση των (υπερ)χορδών, κατά την οποία προέκυψε ένα εκπληκτικό εύρημα: η ύπαρξη υπερεπιφανειών (βράνες) οι οποίες κινούνται στον χώρο του υποβάθρου. Οι βράνες είναι θεμελιώδη αντικείμενα, όπως οι χορδές. Όμως, ενώ οι χορδές είναι μονοδιάστατα εκτεταμένα δονούμενα μικροσκοπικά αντικείμενα, οι βράνες είναι εκτεταμένα αντικείμενα ανώτερων (μέχρι και εννέα) διαστάσεων. Μια βαρύνουσα συνειδητοποίηση των φυσικών ήταν ότι μια 3-βράνη, δηλαδή μια βράνη τριών διαστάσεων, θα ήταν εφικτό, μέσω κοσμολογικών φαινομένων (όπως μια τεράστια κοσμολογική διαστολή) να γιγαντωθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό που να γεμίζει όλο τον χώρο! Αυτό θα μπορούσε εύλογα να σημαίνει ότι ο τρισδιάστατος κόσμος που παρατηρούμε γύρω μας ίσως κείτεται σε μια δυναμική υπερεπιφάνεια, η οποία αποτελεί τρόπον τινά το υπόστρωμα του ίδιου του χώρου27.

Όπως οι χορδές δονούνται και κινούνται μέσα στο περιβάλλον όπου βρίσκονται, εν προκειμένω τον τρισδιάστατο χώρο στον οποίο εγκατοικούμε, το ίδιο ισχύει και για τις βράνες. Όμως, σε ποιο ακριβώς περιβάλλον θα μπορούσε να κινείται μια 3-βράνη τόσο μεγάλη όσο το σύμπαν μας; Η απάντηση των ερευνητών που δημιούργησαν το εκπυρωτικό μοντέλο είναι σε μια υψηλότερης διάστασης χωρική επικράτεια28.

Η θεωρία χορδών έχει μαθηματική αυτοσυνέπεια μόνο με τον όρο ότι υπάρχουν επιπλέον χωρικές διαστάσεις. Στη διαμόρφωση της Μ-θεωρίας χορδών, υπάρχουν συνολικά 11 χωροχρονικές διαστάσεις, 1 χρονική και 10 χωροειδείς. Σύμφωνα με το εκπυρωτικό μοντέλο, οι 6 από τις 10 χωρικές διαστάσεις είναι υπερμικροσκοπικές –σε βαθμό αορατότητας σε μας και τον πιο προηγμένο εξοπλισμό μας– και συμπτυγμένες σε σφαίρες, οι οποίες είναι γνωστές ως πολλαπλότητες Καλάμπι-Γιάου. Οι 3 είναι οι μεγάλες διαστάσεις με τις οποίες είμαστε εξοικειωμένοι στην καθημερινότητά μας. Μας μένει μια τελευταία μεγάλη (πιθανώς άπειρα μεγάλη) χωρική διάσταση. Η τέταρτη αυτή χωρική διάσταση ταυτίζεται με το περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η βράνη μας29. Όμως, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κείμενό μας, τα μαθηματικά της θεωρίας χορδών (και, βασικά, η κοινή λογική) δεν απαγορεύουν την ύπαρξη άλλων βρανών σε μια ανώτερης διάστασης χωρική έκταση. Και αν οι βράνες κινούνται στην έξτρα διάσταση, τότε περιστασιακά (ή περιοδικά, εν προκειμένω) μπορεί και να συγκρούονται.

Το εκπυρωτικό μοντέλο στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτή την ιδέα: δύο παράλληλες τρισδιάστατες βράνες, που πλέουν εντός μιας κρυμμένης επιπλέον χωρικής διάστασης, συγκρούονται, και αυτή η σύγκρουση επιφέρει το Bing Bang. Μετά τη σύγκρουση τους, οι βράνες αναπηδούν, όμως η βαρυτική δύναμη που ασκεί η μία στην άλλη επιβραδύνει σταδιακά τη σχετική τους κίνηση. Έτσι, φτάνουν σε μια μέγιστη απόσταση, από την οποία ξεκινά ξανά η πορεία μετωπικής σύγκρουσης30. Η καθεμιά σταδιακά αναπτύσσει ταχύτητα ώσπου επέρχεται η νέα μεταξύ τους σύγκρουση, και η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον.

Καθώς οι δύο βράνες πλησιάζουν, κβαντικές διακυμάνσεις προκαλούν το «τσαλάκωμά» τους, με αποτέλεσμα να μη συγκρούονται παντού την ίδια στιγμή∙ μερικές περιοχές συγκρούονται νωρίτερα από άλλες. Αυτό εξηγεί και τις λεπτές θερμοκρασιακές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται σήμερα στην κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου.

Σε ένα βαθύτερα εξηγητικό επίπεδο, κάθε σύγκρουση παράγει ένα καυτό πλάσμα σωματιδίων και ακτινοβολία σε μια τρισδιάστατη βράνη. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί τη διαστολή της, και καθώς συμβαίνει αυτό, το περιβάλλον ψύχεται με αποτέλεσμα τα σωματίδια να αρχίζουν να ομαδοποιούνται, παράγοντας σταδιακά τις δομές (άστρα, γαλαξίες κτλ.) που παρατηρούμε στο σύμπαν μας. Καθώς η βράνη μας διαστέλλεται, και υπό την απωστική επίδραση της σκοτεινής ενέργειας31 που τη διαποτίζει, αυτές οι δομές αρχίζουν να αραιώνουν και ταυτόχρονα αραιώνει η ακτινοβολία. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η βράνη μας μετατρέπεται σε μια τελείως λεία, επίπεδη, και άδεια επιφάνεια (κάπου εδώ τερματίζεται και η ομοιογένεια και επιπεδότητά της). Όταν δύο τρισδιάστατες βράνες φτάσουν σε αυτό το σημείο (σε ένα βάθος τρισεκατομμυρίων ετών), ξεκινά η πορεία σύγκρουσής τους. Όμως αυτό που προκαλεί τη συστολή των βρανών δεν είναι η συστολή των διαστάσεών τους αλλά η συστολή της έξτρα χωρικής διάστασης μεταξύ τους. Στο εκπυρωτικό μοντέλο, αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται αιώνια32.

Μπορεί το σύμπαν να είναι αιώνιο;

Στην κλασική πραγματεία του Η κριτική του καθαρού λόγου (1781), ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ υποστήριξε ότι η ιδέα ενός αιώνιου σύμπαντος, το οποίο εκτείνεται άπειρα πίσω στο παρελθόν, όσο και η ιδέα ενός σύμπαντος που ξεκίνησε ξαφνικά μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν είναι εξίσου παράλογες.

Όταν ο Νίτσε επεξεργαζόταν τη θεωρία της αιώνιας επιστροφής, 100 χρόνια μετά τον Καντ, η κοσμολογία ακόμα δεν υπήρχε καν ως αντικείμενο, όμως η ιδέα ενός αιώνιου σύμπαντος έμοιαζε ως η λιγότερο παράλογη από τις δύο (κυρίως, λόγω της συνεχιζόμενης επιρροής του Νεύτωνα). Το νιτσεϊκό κόνσεπτ της αιώνιας επιστροφής βασιζόταν σε τρεις προϋποθέσεις: α) ο χρόνος είναι αιώνιος, β) ο χώρος είναι πεπερασμένος, και γ) ο αριθμός των συστατικών στοιχείων του σύμπαντος είναι καθορισμένος και οι πιθανοί συνδυασμοί διαμόρφωσης της ύλης πεπερασμένοι. Σε έναν επαρκώς αχανή χρονικό ορίζοντα, μια επανάληψη πεπερασμένου αριθμού καταστάσεων είναι νομοτελειακά αναπόδραστη.

Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Νίτσε, ένας άλλος Γερμανός με παρόμοια νοημοσύνη (απλώς διοχετευμένη προς τη θετική κατεύθυνση), ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, πυροδότησε ίσως την πιο θεαματική ανατροπή που συνέβη ποτέ στον τρόπο πρόσληψης της φυσικής πραγματικότητας. Με τις πολυθρύλητες εργασίες του το 1905, ο Αϊνστάιν –μεταξύ αρκετών άλλων– έδειξε ότι ο χώρος και χρόνος δεν μπορούν να εκλαμβάνονται πια ως ξεχωριστές οντότητες αλλά θα πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε ως μία ενιαία.

Δέκα χρόνια αργότερα, με τη θεωρία του για τη βαρύτητα, τη γενική σχετικότητα, ο Αϊνστάιν έβαλε τα θεμέλια για τη γέννηση της κοσμολογίας. Πράγματι, αμέσως μετά την επαλήθευση της θεωρίας του το 1919, φυσικομαθηματικοί όπως ο Αλεξάντερ Φρίντμαν και ο Ζωρζ Λεμαίτρ άρχισαν να εξερευνούν τις συνεπαγωγές των εξισώσεων της γενικής σχετικότητας για ό,τι αφορά το σύμπαν στη χωροχρονική ολότητά του. Με την εκπληκτική ανακάλυψη του Έντουιν Χαμπλ το 1929 ότι το σύμπαν διαστέλλεται (όπως είχαν ήδη προβλέψει οι Φρίντμαν και Λεμαίτρ προς την επίμονη άρνηση και βαρύθυμη καχυποψία του Αϊνστάιν33), οι πρώτοι αστρονόμοι συνειδητοποίησαν ότι, γυρίζοντας το κοσμικό ρολόι προς τα πίσω, θα πρέπει να φτάσουμε σε μια (πρώτη) στιγμή στον χρόνο όπου αυτή η διαστολή ξεκινά. Τη δεκαετία του 1940, ο Ουκρανός φυσικός Τζορτζ Γκάμοφ, με την πολύτιμη βοήθεια του μεταπτυχιακού του φοιτητή Ραλφ Άλφερ, κατάφερε να διασαφηνίσει τις πρώτες απειροστές στιγμές διαστολής του αρτιγενούς σύμπαντος, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη συμπλήρωση-αναβάθμιση της κλασικής θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Με την ανακάλυψη της κοσμικής μικροκυματικής ακτινοβολίας υποβάθρου34 τη δεκαετία του ’60 από τους Άρνο Πενζίας και Ρόμπερτ Γουίλσον, και τη θεωρία του πληθωρισμού, που εισηγήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Άλαν Γκουθ, διαμορφώθηκε εν πολλοίς η κοσμολογική εικόνα που μέχρι και σήμερα προβάλλει ως κυρίαρχη βάσει της προβλεπτικής της ισχύος αλλά και της παρατηρησιακής της επαληθευσιμότητας.

Η συμβατική κοσμολογική προσέγγιση, λοιπόν, θέτει μια συγκεκριμένη αφετηρία για το (παρατηρήσιμο) σύμπαν – περίπου στα 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν. Το πρόβλημα με τη συμβατική προσέγγιση, ωστόσο, είναι ότι βασίζεται στη γενική σχετικότητα, η οποία προβλέπει χωροχρονικές ιδιομορφίες (οι οποίες, με τη σειρά τους, συνεπάγονται διαβόητους απειρισμούς σε φυσικές ποσότητες όπως η πυκνότητα και η θερμοκρασία της ύλης) και δεν εναρμονίζεται μαθηματικά με την κβαντομηχανική: δύο ψεγάδια που, σύμφωνα με τους κοσμολόγους, την καθιστούν αναξιόπιστη για ό,τι αφορά τη σφαίρα του κβαντικού μικρόκοσμου: τη σφαίρα του παρατηρήσιμου σύμπαντος, δηλαδή, 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Ένας από αυτούς τους κοσμολόγους είναι ο Σον Κάρολ, καθηγητής Φυσικής Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Σε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτησή του35 στο ερώτημα αν το σύμπαν είχε μια αρχή, λέει τα εξής:

Έχουμε μια πρόβλεψη, ότι το σύμπαν ξεκίνησε, βασισμένη σε μια θεωρία που δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να εμπιστευόμαστε. Έτσι, η σωστή απάντηση είναι «δεν ξέρουμε ακόμα». Και αν δεις τα κοσμολογικά μοντέλα τα οποία επαγγελματίες κοσμολόγοι διαδίδουν, κάποια από αυτά έχουν μια αρχή, μια αληθινή πρώτη στιγμή στον χρόνο, αλλά, αυξανόμενα, πολλά από αυτά δεν έχουν καμιά αρχή, έχουν ένα αιώνιο σύμπαν, το οποίο διαρκεί άπειρα πίσω στο παρελθόν και θα εκτείνεται άπειρα μακριά στο μέλλον.

Το εκπυρωτικό σύμπαν αποτελεί ένα από αυτά τα μοντέλα που προβλέπουν ότι ο χρόνος απλώνεται δίχως όρια και προς τις δύο κατευθύνσεις της αιωνιότητας. Επίσης, προβλέπει ότι ο χώρος είναι άπειρος, εφόσον οι τρεις χωρικές μας διαστάσεις παραμένουν άπειρες καθ’ όλη την εξέλιξη του σύμπαντος36.

Ο Στάινχαρντ και οι συνεργάτες του έφτιαξαν μια νέα ολόκληρη κοσμολογία προκειμένου να ξεφύγουν από το πολυσύμπαν που υποδείκνυε ο αιώνιος πληθωρισμός, όμως, κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό που δημιούργησαν μπορεί να εκληφθεί ως μια διαφορετική παραλλαγή πολυσύμπαντος, στο οποίο κόσμοι διαγράφουν εσαεί επαναλαμβανόμενα κύκλους στον χρόνο: με άλλα λόγια, ένα κυκλικό πολυσύμπαν. Ενώ, δηλαδή, ο αιώνιος πληθωρισμός εστιάζει σε διαδικασίες που συμβαίνουν μέσω του χώρου, στο εκπυρωτικό μοντέλο το στοιχείο του χρόνου δεσπόζει στην κατανομή του άπειρου πλήθους συμπάντων37.

Το ευτύχημα είναι ότι και τα δύο μοντέλα είναι κατ’ αρχήν διαψεύσιμα. Οι πληθωριστικές διακυμάνσεις είναι τόσο εκρηκτικά βίαιες που παράγουν βαρυτικά κύματα, σε αντίθεση με τις πιο αδύναμες κυκλικές: αυτό σημαίνει ότι τυχόν παρατήρηση βαρυτικών κυμάτων ταιριαστών με τις προβλέψεις του πληθωρισμού θα συνιστούσε ισχυρή ένδειξη προς την ορθότητα της θεωρίας και θα διέψευδε το κυκλικό μοντέλο, και αντίστροφα, απουσία τέτοιων βαρυτικών κυμάτων θα έγερνε την πλάστιγγα προς την κυκλική κοσμολογική πρόταση38. Προς το παρόν, βέβαια, δε διαφαίνεται ότι θα λάβουμε σύντομα μια κατατοπιστική απάντηση.

Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που κάνει την επιστήμη τόσο σεβαστή και  συναρπαστική: η γενναία συμφιλίωση με την άγνοια, και η ακόμα πιο γενναία αποδοχή του σοβαρού ενδεχομένου η άγνοια να διαρκέσει για δεκαετίες ή και αιώνες. Χιλιάδες χαρισματικοί άνθρωποι με ασυνήθιστα υψηλή νοημοσύνη καταγίνονται άοκνα με τα μεγαλύτερα μυστήρια της ύπαρξης χωρίς την παραμικρή εγγύηση ότι ο κόπος τους μια μέρα θα ανταμειφθεί. Πολλοί από αυτούς αφιερώνουν ολόκληρη τη ζωή τους σε μια ιδέα, έως ότου ένα και μόνο πείραμα τη διαψεύσει: αυτό είναι το τίμημα για την εντιμότητα της επιστήμης. Τους περισσότερους από αυτούς δεν τους γνωρίζουμε και ούτε θα τους μάθουμε ποτέ. Οι κοσμολόγοι είναι μια ιδιαίτερη κάστα ανάμεσά τους κατά το ότι πρέπει να συνοδεύουν το πλούσιο υπόβαθρο γνώσης τους με μια ατίθαση φαντασία που τολμάει να ταξιδεύει στις εσχατιές του χώρου και του χρόνου∙ πολλές φορές, και ακόμα παραπέρα.

Σημειώσεις & Παραπομπές:

1. Στην αυτοβιογραφία του, το Ecce Homo, ο Νίτσε αναφέρει ότι η υποσημείωση που έγραψε ήταν: «6000 πόδια πέρα από τον άνθρωπο και τον χρόνο». Ωστόσο, η υποσημείωση που παραθέτω στο κείμενο σώζεται σε ένα από τα σημειωματάρια που κρατούσε το 1881 (επίσης, είναι κάπως πιο επική οπότε την προτίμησα).

2. «Κατά βάσιν ο αλχημιστής είναι το πλέον αξιοσέβαστο είδος ανθρώπου που υπάρχει: εννοώ δηλαδή εκείνον ο οποίος από το ελάχιστο, το τιποτένιο, φτιάχνει κάτι το πολύτιμο και μάλιστα χρυσάφι. Μόνον αυτός πλουτίζει∙ οι άλλοι απλώς αλλάζουν. Το καθήκον μου είναι εντελώς παράξενο αυτή τη φορά: αναρωτήθηκα τι έχει μισήσει, τι έχει φοβηθεί, τι έχει περιφρονήσει περισσότερο η ανθρωπότητα ως τώρα: κι από αυτό έβγαλα το δικό μου “χρυσάφι”…».

Απόσπασμα από επιστολή του Νίτσε στον Γκέοργκ Μπράντες, με ημερομηνία 23 Μαΐου του 1888. Παρατίθεται από το Friedrich Nietzsche: Τελευταίες Επιστολές 1887-1889 (2003) των εκδόσεων Άγρα, σελ. 85.

3. Ό.π., σελ. 90.

4. Σε μια άλλη επιστολή του, τον Ιούνιο του 1883, προς τον Καρλ Φον Γκέρσντορφ, ο Νίτσε παρακάμπτει και το στενό πλαίσιο της γερμανικής γλώσσας, λέγοντας απλούστατα «Δεν υπάρχει κανένας εν ζωή σήμερα που θα μπορούσε να γράψει κάτι σαν τον Ζαρατούστρα».

5. Αρκετοί σχολιαστές του Νίτσε δεν πιστεύουν ότι ο Γερμανός φιλόσοφος είχε κατά νου μια κυριολεκτική σημασία της αιώνιας επιστροφής. Αξιοσημείωτη περίπτωση ανάμεσά τους αποτελεί η Αμερικανίδα καθηγήτρια φιλοσοφίας Ρόουζ Πφέφερ, η οποία στο άρθρο της Eternal Recurrence in Nietzsche’s Philosophy (The Review of Metaphysics, Vol. 19, No. 2 [Dec., 1965], pp. 276-300) δείχνει αρκετά πειστικά ότι ο Νίτσε πρόκρινε μια δυναμική ερμηνεία του κόσμου στην οποία το σύμπαν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως ένα πεδίο ακατάπαυστης δραστηριότητας. Εφόσον ο Νίτσε στηρίζει τη θεωρία του επί τη βάση του πρώτου νόμου της θερμοδυναμικής, η αρχή διατήρησης της ενέργειας «εκφράζει έναν νόμο διατήρησης που λαμβάνει χώρα μέσα στην αλλαγή και τη διαδικασία, μια αλλαγή που δε βασίζεται σε μια μηχανιστική αλλά σε μια νέα, δυναμική, ενεργητική αρχή». Έτσι, για την Πφέφερ, η αιώνια επιστροφή των ίδιων σταθερών καταστάσεων θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, και η ιδέα του Νίτσε θα πρέπει να κατανοηθεί ως επιστροφή της «γενικής κατάστασης των Δυνάμεων» στην οποία η ενέργεια σχηματίζεται διαρκώς και διαρκώς απελευθερώνεται: «Είναι η επιστροφή του δυναμικού μοτίβου της φύσης και της ζωής το οποίο είναι αιωνίως ενεργό και αιωνίως το ίδιο».

6. Επ’ αυτού, έχει ενδιαφέρον η τοποθέτηση του Αμερικανού φιλοσόφου Philip J. Kain: «Η αιώνια επιστροφή, νομίζω μπορούμε να πούμε, δείχνει τον τρόμο της ύπαρξης. Άσχετα με το τι λες για τη ζωή σου, άσχετα με το πόσο χαρούμενος ισχυρίζεσαι ότι έχεις υπάρξει, άσχετα με το πόσο φωτεινό πρόσωπο δείξεις, η απειλή της αιώνιας επανάληψης τονίζει τον βασικό τρόμο σε κάθε ζωή. Να τη ζήσω άλλη μια φορά ξανά χωρίς τίποτα καινούργιο; Είναι το “τίποτα καινούργιο” που το προκαλεί. Έτσι καταφέρνουμε να τα βγάζουμε πέρα στην τρέχουσα ζωή μας. Ελπίζουμε για, προσμένουμε κάτι νέο, κάτι διαφορετικό, κάποια βελτίωση, κάποια εξέλιξη, ή έστω κάποιον περισπασμό, κάποια ελπίδα. Αν αυτό αποκλειστεί, αν τα πάντα θα είναι ακριβώς το ίδιο στην επόμενη ζωή μας, λοιπόν αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία. Αν νομίζεις ότι είσαι εξαιρετικά χαρούμενος με τη ζωή σου, απλά δες τι θα συμβεί, αν αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι θα πρέπει να τη ζήσεις ξανά».

Παρατίθεται από: Kain, P.J. (2007), Journal of Nietzsche Studies, No. 33, 56.

7. Νίτσε, Φ. (2010). Η Χαρούμενη Επιστήμη. Αθήνα: Πανοπτικόν.

8. https://www.youtube.com/watch?v=Smq5uRhM_IA&t=2181s

Δανείστηκα τη συγκεκριμένη πρόταση και δυο-τρεις άλλες επισημάνσεις από την καταπληκτική ομιλία του Αμερικανού καθηγητή φιλοσοφίας Michael Sugrue για τη φιλοσοφία του Νίτσε και το ζήτημα του θανάτου του Θεού ειδικότερα. Η ομιλία του διαρκεί 46 λεπτά, αλλά είναι τόσο καλή που σου φαίνεται για 16 (κάτι τέτοιο εννοούσε ο Αϊνστάιν με τη σχετικότητα).

9. Νίτσε, Φ. (2008). Ιδέ ο Άνθρωπος. Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 112.

10. Ό.π., 69.

11. Pearson, K.A. (2009). Νίτσε. Αθήνα: Πατάκη, 116-117.

12. Νεχαμάς, Α. (2002). Νίτσε: Η ζωή σαν λογοτεχνία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 220.

13. Ό.π.: 221.

14. ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ: 56. – Αποσπάσματα 17, 57, 59, 60, 61 Diels-Kranz (greek-language.gr)

15. Κυριαζόπουλος, Α. (2000). Η αρχαία Ρώμη μπροστά στο “τέλος εποχής”: κυκλικός χρόνος και διαρκής αναγέννηση, Αρχαιολογία & Τέχνες, 2000(74), 54.

16. Αρκετά άσχετο με το θέμα, ωστόσο αξίζει να σημειώσω ότι, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Χρύσιππος πέθανε από τα γέλια.

17. Lapidge, M. (1978). Stoic cosmology. In Rist, J. M. (Ed.), The Stoics. University of California Press, Berkeley, 183.

18. On the Nature of the Gods | Online Library of Liberty (libertyfund.org) – προσπελάστηκε στις 15/7/2022.

19. Μάρκος Αυρήλιος. (2022). Τα Εις εαυτόν (Γ. Προεστός, Μετ.). Αθήνα: Κάκτος (το πρωτότυπο έργο γράφτηκε μεταξύ 170-180), 47.

20. Lapidge, Stoic cosmology, 167.

21. ΕΚΗΒΟΛΟΣ (ekivolos.gr) – Προσπελάστηκε 17/07/2022.

22. Κυριαζόπουλος, Η αρχαία Ρώμη μπροστά στο “τέλος εποχής”: κυκλικός χρόνος και διαρκής αναγέννηση, 55.

23. Khoury, J., Ovrut, B.A., Steinhardt, P.J., Turok, N. (2001). Ekpyrotic universe: Colliding branes and the origin of the hot big bang. Physical Review D, 64, 123522.

Μπορείτε να βρείτε online την εργασία τους στον ακόλουθο σύνδεσμο:

The Ekpyrotic Universe: Colliding Branes and the Origin of the Hot Big Bang – arXiv Vanity (arxiv-vanity.com)

24. Σχετικά με τον πληθωρισμό, την αιώνια εκδοχή του και το Πληθωριστικό Πολυσύμπαν,  διαβάστε περισσότερα στο κείμενό μου Bing Bang, ελβετικό τυρί και άπειρες φυσαλίδες: το Πληθωριστικό Πολυσύμπαν – όσα περισσότερα κλικ κάνετε στο άρθρο, τόσα περισσότερα λεφτά (δε) θα συγκεντρώνω, ώστε να μπορώ να ταΐζω το ζωντανό μου. Δείτε μια φωτογραφία της, πόσο χαριτωμένη είναι, και κατόπιν κάντε κλικ στο επίμαχο άρθρο παρακαλώ. Ευχαριστώ πολύ.

Σερένα: ένας ασυνήθιστα όμορφος σκύλος.

25. In a Multiverse, What Are the Odds? | Quanta Magazine

26. Μια αρκετά διαφωτιστική συνέντευξη του Στάινχαρντ (στην οποία ο δημοσιογράφος τον αποκαλεί «αποστάτη» του πληθωρισμού):

Physicist Slams Cosmic Theory He Helped Conceive – Scientific American Blog Network

27. Greene, The Hidden Reality, 133.

28. Ό.π., 140.

29. The universe according to Nietzsche: Modern cosmology and the theory of eternal recurrence | Salon.com – Προσπελάστηκε στις 23/07/2022.

Τα αποσπάσματα που παραθέτω από τον παραπάνω σύνδεσμο προέρχονται από ομιλία που έδωσε ο Πόλ Στάινχαρντ το 2002.

30. Greene, The Hidden Reality, 141.

31. Η σκοτεινή ενέργεια είναι η άγνωστη (εξού και το «σκοτεινή»!) μορφή ενέργειας στην οποία αποδίδεται η επιτάχυνση της διαστολής του σύμπαντος.

32. Όπως παραπομπή 29.

33. Περισσότερα γι’ αυτήν την απίστευτη ιστορία (από τις αληθινά λίγες που μπορείς να πετύχεις τον Αϊνστάιν να πέφτει τόσο έξω), στο κείμενό μου Η ΓΚΑΦΑ του Αϊνστάιν. (spoiler alert: μπορεί για το status το σύμπαντος να έπεσε πράγματι έξω, ωστόσο η «γκάφα» του αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο γκάφα τελικά…)

34. Η κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου είναι ουσιαστικά το πρώτο φως που διαχύθηκε ποτέ στο σύμπαν, το ακτινοβόλο απομεινάρι της Μεγάλης Έκρηξης.

35. https://www.youtube.com/watch?v=FgpvCxDL7q4&list=PLKPFYaKfbOf6aodGed-Zcv9Vx6jR_sVcK&index=3&t=120s

Αξίζει να ψάξετε και τις άλλες μίνι συνεντεύξεις του στο ίδιο κανάλι (Closer to Truth). Βασικά, θα έλεγα ότι γενικότερα αξίζει να ψάξετε τον Σον Κάρολ! Η μελέτη αυτού του ανθρώπου συνιστά πραγματικό Clever up.

36. Όπως παραπομπή 29.

37. Φυσικά, όπως επισημαίνει ο Μπράιαν Γκριν, το σύνορο μιας φυσαλίδας στο πληθωριστικό πολυσύμπαν οριοθετεί και το ξεκίνημα του χρόνου: «πέραν της φυσαλίδας μας, έτσι, είναι πέραν του χρόνου».

38. Όπως παραπομπή 29.

Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος μιας σειράς κειμένων αφιερωμένων στο Πολυσύμπαν. Τα κείμενα αυτά βασίζονται επιστημονικά στο βιβλίο του Brian Greene The Hidden Reality: Parallel Universes and the Deep Laws of the Cosmos, το οποίο λειτούργησε και ως σπίθα για την έμπνευσή τους.

Σχολιάστε

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s