Μεγαλώνοντας, όλοι μας κατακτούμε ορισμένες συνειδητοποιήσεις. Είναι, στην πραγματικότητα, κάποιες αλήθειες που μας ξεφεύγουν (ή ξεφεύγουμε εμείς από αυτές) επίμονα, ώσπου να φτάσει μια στιγμή στην οποία αυτές οι φευγαλέες αλήθειες θα φανερωθούν μπροστά μας ολόγυμνες και σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. – Ο ένας θα βαφτίσει αυτήν τη στιγμή «έκλαμψη»∙ ο δεύτερος θα τη χαρακτηρίσει «επιφοίτηση»∙ ο τρίτος θα τη βιώσει ως «(αυτό)αποκάλυψη»: ουσιαστικά, πρόκειται απλώς για αλήθειες που πάντοτε και με κάποιον απροσδιόριστο και κρυμμένο τρόπο γνωρίζαμε αλλά δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε – είτε γιατί δεν είχαμε τη διανοητική επάρκεια, ώστε να οργανώσουμε εσωτερικά αυτή την αντίληψη, είτε γιατί μας έλειπε η απαιτούμενη ωριμότητα ώστε να την αποδεχτούμε.
Μια –αρκετά σημαντική– δική μου όψιμη συνειδητοποίηση αφορά σε μια ματαιοπονία: τη ματαιοπονία της αντιπαράθεσης με έναν φανατικό. Υπάρχει ένα πολύ σοφό αρχαίο ρητό για αυτή την κατηγορία ανθρώπων το οποίο λέει «ακόμα κι αν με πείσεις, δε θα πεισθώ»: εδώ ενυπάρχει η πεμπτουσία της προαναφερθείσας ματαιοπονίας: ακόμα κι αν πείσεις έναν φανατικό, δε θα τον πείσεις! Διότι ο φανατικός εξορισμού δεν αντιλαμβάνεται τον φανατισμό του, και, επιπλέον, εξανίσταται μέχρι τελευταίας ρανίδας, αν κάποιος υπαινιχθεί έστω τον πνευματικό αυταρχισμό του.
Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό –και εξού, ανυπέρβλητο– ελάττωμα των φανατικών δεν είναι ο φανατισμός τους καθαυτός, αλλά η συνολική διάβρωση που αυτός επιφέρει. Γιατί όταν ψεύδεσαι με μανία, προκειμένου είτε να περιχαρακώσεις με κάθε κόστος τις πεποιθήσεις σου είτε να συστηματοποιήσεις την κοσμοθεωρία σου σε ένα ευδιάκριτο (όμως σαθρό) πλαίσιο ασφάλειας –όπου όλα είναι στρωτά και κατανοητά, εξηγήσιμα, «βατά»–, τότε αρχίζεις και διαστρεβλώνεις ετερόκλιτες καταστάσεις και πράγματα. Και, πριν το καταλάβεις, με το ντόμινο εφέ καταλήγεις να έχεις αναποδογυρίσει ολόκληρη την πραγματικότητα: το λογικό γίνεται παράλογο, η παράνοια σύνεση, η σύνεση αποκοτιά και η ψευτιά αλήθεια.
Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος χειρισμού ενός φανατικού; Η απεμπλοκή απ’ αυτόν ή έστω η αποφυγή της εστίας φανατισμού του. Η λύση μοιάζει, δηλαδή, με αυτά τα κλισεοειδή ρητά που κυκλοφορούν στο facebook: “the only way to win with a toxic person is not to play” (όπου “toxic” βάλτε “fanatic”).
Οποιαδήποτε συνειδητή αλληλεπίδραση με τον πυρήνα φανατισμού ενός φανατικού συνιστά αυτοθέλητη εμπλοκή σε μια διαδικασία αναπόδραστης ψυχικής φθοράς κι οδυνηρής αυτολεηλάτησης.