Εξομολογήσεις ενός υλιστή

Δεν είναι και μικρή ικανότητα να παραμένεις διαυγής, ενώ βρίσκεσαι μέσα σε μια ύποπτη και υπερβολικά ομιχλώδη κατάσταση∙ κι όμως, τι θα χρειαζόταν περισσότερο από τη διαύγεια; Κανένα πράγμα δεν έχει επιτυχή έκβαση, αν η ειλικρίνεια δεν παίζει τον ρόλο της.

Ωσαύτως, κανένας λόγος δεν έχει αίσια αποδοχή, αν η λεπτότητα δε στρώνει τον δρόμο του. Αυτό που μας μαθαίνει με τον πιο επίμονο τρόπο κάθε λεκτική συναλλαγή είναι ότι απεριόριστα πιο πολύ μετρά το πώς λέμε κάτι από το τι λέμε. Αυτό ξεκινά με το καλημέρα, ακόμα δηλαδή κι απ’ τον τίτλο: «εξομολογήσεις ενός υλιστή».

Το πιο σωστό θα ήταν ενός «άθεου» ή, το πιο ακριβές, ενός «αγνωστικιστή άθεου». Προσωπικά, υιοθετώ μια διαφοροποιητική εκλέπτυνση που ανάγεται στη διάκριση μεταξύ γνώσης (επιστημολογία: τι γνωρίζουμε πως συμβαίνει, πώς) και πεποίθησης (τι πιστεύουμε ότι συμβαίνει). Ένας άθεος απορρίπτει την υπόθεση του Θεού, διότι, βάσει των υπαρχόντων δεδομένων, δεν πιστεύει ότι αυτή η υπόθεση στοιχειοθετείται πειστικά. Εφόσον, όμως, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω (δεν ισχυρίζομαι ότι έχω τέλεια γνώση), δεν έχει διαψευστεί με κάποιον αποφασιστικό και τελεσίδικο τρόπο το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιας υπερβατικής οντότητας/θεότητας, η διανοητικά έντιμη στάση επιτάσσει τούτη την αναγνώριση-αποδοχή της έως τα σήμερα διανοητικής μας εμβέλειας∙ υπό αυτό το πρίσμα, ο αγνωστικισμός συνιστά συμφιλίωση με το απώτατο άγνωστο. Ο αθεϊσμός, επομένως, ερείδεται στην αξιολόγηση των στοιχείων, ενόσω ο αγνωστικισμός θεμελιώνεται στη διανοητική εντιμότητα. Οι δύο όροι δεν είναι απαραίτητα βαθμιδωτοί, αλλά μπορούν να εκληφθούν ως αλληλοσυμπληρούμενοι.

Μία από τις αγαπημένες μου φράσεις ανήκει στον Ντέιβιντ Χιουμ: «Ο σοφός άνθρωπος αναλογεί την πίστη του στις αποδείξεις». Τόσο απλό όσο και ευθύβολο. Ο Χιουμ ήταν άθεος, αλλά εκείνη την εποχή (τον 18ο αιώνα) και σε εκείνη την κοινωνία (βαθιά συντηρητική Σκωτία) ήταν μάλλον αντίξοο να το υποστηρίξει δημόσια.

300 χρόνια αργότερα, στην –ακόμα, αλήθεια– συντηρητική Ελλάδα, δεν είναι και τόσο ευκολότερο… Μπορείς να είσαι ο πιο ευγενής, πράος, ανεκτικός, ανοιχτόκαρδος, έντιμος, μακρόθυμος και γενναιόψυχος άνθρωπος, αλλά, αν δεν κάνεις (όπως οι διπλανοί σου) τον σταυρό σου περνώντας μπροστά από την εκκλησία∙ αν προδώσεις μια συνοφρύωση στο μέτωπο, ακούγοντας για ένα «θαύμα»∙ αν δε συγκατανεύσεις με τη σιωπή σου στις επικλήσεις αγίων από την ηλικιωμένη συγγενή σου∙ αν δεν απαντάς «Αληθώς» 15 φορές τη μέρα μετά την Ανάσταση∙ αν δεν πας στην Ανάσταση∙ αν δε συνηγορήσεις, γενικότερα, πρόθυμα και με καλή συνείδηση στην ύπαρξη του μεταφυσικού, είσαι ένα τι εκκεντρικός. Αν φτάσεις, δε, να δηλώσεις «άθεος», τότε έχεις στα σίγουρα πλανηθεί, επειδή «δεν έχεις βιώσει απλά κάποιες καταστάσεις» και «τη σχέση με τον Θεό».

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι προσπάθησα να τη βιώσω, και το ίδιο έχουν κάνει πολλοί σαν και μένα – χωρίς ανταπόκριση. Είναι ίσως λιγάκι οξύμωρο να μιλάμε για αυτήν τη «σχέση» με κάτι το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας για αιώνες: πότε ήταν η τελευταία φορά που είχατε σχέση με κάποιον, για την απόδειξη της ύπαρξης του οποίου διεξήγατε ατελείωτες συζητήσεις;

Για να είμαι ειλικρινής, εντούτοις, δε με σκοτίζει ιδιαίτερα η ευρεία αποδοχή (ούτε καν η περιορισμένη). Αυτό που νομίζω πως έχει ανυπολόγιστα μεγαλύτερη σημασία είναι η αλήθεια. Η «αλήθεια», βέβαια, είναι μια μόνιμη εστία καχυποψίας γύρω από έναν μη πιστό: γιατί ο πιστός νιώθει ότι η αλήθεια είναι ακριβώς η πίστη που βιώνει. Εγώ, πάλι, νομίζω ότι «η αλήθεια δεν πιάστηκε ποτέ από το μπράτσο ενός άκαμπτου»∙ έχω την εντύπωση, δηλαδή, ότι η αλήθεια έχει μια περισσότερο ρευστή υπόσταση – ίσως μέχρι και εύπλαστη. Πιστεύω μάλλον ότι την αλήθεια μπορείς να την ανακαλύψεις παντού. Γι’ αυτόν τον λόγο διαβάζω βιβλία και βλέπω ταινίες, ακούω μουσική και παρακολουθώ συζητήσεις, αρχίζω συζητήσεις (και τις τελειώνω!), παίζω σκάκι, χαζεύω κιθάρες, και προσπαθώ τελικά να καταλάβω τι γίνεται σ’ αυτόν τον μυστήριο κόσμο. Η δική μου αλήθεια απηχεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου: μπορεί να τη θαυμάσω καθώς απολαμβάνω τη θέα ενός χιονισμένου βουνού∙ μπορεί να εμφανιστεί σε μια βόλτα με το σκυλάκι μου∙ μπορεί να την κατακτήσω, μόλις καταλάβω μια πολύ δύσκολη παράγραφο σε ένα βιβλίο που μιλάει για την τοπολογική δυϊκότητα (δυϊκότητα T!) μεταξύ 2 θεωριών χορδών∙ μπορεί να την πλησιάσω σε μια καλόβουλη κουβέντα με έναν φίλο∙ μπορεί, όμως, και να τη φτιάξω εγώ ο ίδιος σε μια από αυτές τις προτάσεις…

Σχολιάστε

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s